Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κυλόττες και τα σλιπάκια που δεν θεωρείς τόσο σέξι όσο τα άλλα που έχεις. Τα κοινολάκια τα φοράς στη δουλειά ή όπου αλλού κρίνεις ότι δεν πρόκειται να τα χαρεί κανείς.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2007.

Με φρίκη η Κική διαπίστωσε ότι όλα τα καλά της κυλοτάκια ήταν για πλύσιμο και θ' αναγκαζόταν να φορέσει κοινολάκι στο ραντεβού της με τον ενδιαφέροντα τύπο που γνώρισε προχθές.

βλ. και περιοδόβρακο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά ακριβώς δύο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδρολέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Προσπαθούσα όλο το απόγευμα να σε βρω και δεν μπορούσα!
- Α, εσύ ήσουν στο υδρολέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλαστικές σακούλες με χερούλια από σκληρό πλαστικό, ειδικά κατασκευασμένο να σου κόβει τα χέρια όπως κι αν προσπαθήσεις να τις πιάσεις. Οι σακούλες αυτές είναι συνήθως μεγάλου μεγέθους ώστε να βάζεις πολλά και βαριά πράγματα και έτσι να διευκολύνεται η κατακρεούργηση του χεριού σου.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

«Αχ, μόνο χερουλομάχαιρα έχετε; Αφήστε, θα το πάρω αγκαλιά.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλαστικό φυτό που βρίσκεται σε κάποια γωνία δημόσιας υπηρεσίας και υποτίθεται πως κάνει πιο ευχάριστο τον χώρο. Τις περισσότερες φορές συνυπάρχει με μια μεγάλη αφίσα από το ναυάγιο' στη Ζάκυνθο ή κάποια παραλία της Λευκάδας.

- Βρήκα ένα αθλιόφυτο καταπληκτικό χτες, καιρός να πετάξουμε αυτό και να πάρουμε ένα καινούργιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη συσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέτα προς χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης.

Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα χεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί του την εφημερίδα.

Η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά.
Βλέπε ειδικότερα και περιοδικό τουαλέτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified