Το άγχος που σε κυριεύει την ώρα που τρως πραγματικά εξαίσια φαγητά μήπως χορτάσεις προτού προλάβεις να τα δοκιμάσεις όλα.

-Μην χορταγχώνεσαι βρε Νεκτάριε, θα ξανάρθουμε!

H λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη συσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέτα προς χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης.

Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα χεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί του την εφημερίδα.

Η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά.
Βλέπε ειδικότερα και περιοδικό τουαλέτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.) αφαιρούμε από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζουμε, το οποίο μας πέφτει από τα χέρια και μετά περνάμε το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρουμε.

- Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστράει από το τραπέζι και κοίταξε αμέσως να δει πού πάει αλλά δεν πρόλαβε, οπότε καταράστηκε την τύχη του και έπεσε στα γόνατα να το βρει.

Η Πουπηγία του Καρβέλα. (από Hank, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση με πασίδηλη απάντηση που συνηθίζουν να κάνουν οι δημοσιογράφοι σε δύσμοιρους πολίτες. Οι εν λόγω ερωτήσεις καταδεικνύουν περίτρανα ότι οι δημοσιογράφοι έχουν IQ φρυγανιάς.

Σε κάποιον που μόλις έχει πέσει από τον έκτο όροφο:
-Πονάτε;

Σε κάποιον που μόλις έχασε μάνα, πατέρα, τρία αδέρφια και το σκυλάκι του σε αυτοκινητιστικό:
-Πώς αισθάνεστε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμε για να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια.

Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, Λύο Καλοβυρνάς www.lyo.gr

παρόμοιο απαραίτητο αξεσουάρ: μανταλακιστήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουσιαστικό εκ του επιθέτου «ζαρχίδης».

-Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη, προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.

Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρωμυλί.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους δημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι' αυτό έχει τα μαύρα του τα χάλια.

Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα.

Σημείωση: η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.

Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της Ιθάκης υπό μορφή κατάρας.

Ώρέ ασίφταε με τρόμαξες, που να'μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified