Μια και ανοίξαμε τη συζήτηση με τον ταμπαβιόλη/παρμπριζουόζο για τους αλλοδαπούς συμπολίτες μας και τα σπορ στα οποία επιδίδονται, η συνέχεια έρχεται με τον πορτοφολέσκου, τον Ρουμάνο (με την έννοια του κατέχοντα Ρουμανική υπηκοότητα και όχι του κλασσικού σλανγκικού ρουμάνου) πορτοφολά, κλέπτη δηλαδή πορτοφολιώνε.

Οι πορτοφολέσκου δρουν σε μέρη όπου επικρατεί συνωστισμός (αστικά λεωφορεία, στάσεις, ουρές, γήπεδα κ.λπ.) και στοχεύουν κυρίως στα πορτοφόλια ανυποψίαστων πολιτών που διατηρούνται στην κωλότσεπη. Άλλες τακτικές των πορτοφολέσκου περιλαμβάνουν την δια τέμνοντος οργάνου διάρρηξη τσαντών και αφαίρεση του περιεχομένου τους καθώς και την όροφο-προς-όροφο λεηλασία κλειστών χώρων όπως Νοσοκομεία όπου οι άνθρωποι δεν έχουν την προσοχή τους στα πράγματα τους.

  1. (Από βλόγιο:)
    Ανεξέλεγκτη η δράση πορτοφολέσκου στο Ηράκλειο. Πάνω από 100 κρούσματα κλοπών πορτοφολιών σε μία εβδομάδα.

  2. (Μέσα σε αστικό:)
    - Το νου σου στον πορτοφολέσκου που σε πλευρίτωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified