Μια σχετικά παλαιά λέξη, την βρίσκω και στη Βικούλα να ορίζεται ως "η γυναίκα που επί πληρωμή κρατά συντροφιά σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης" και να ετυμολογείται (pardon my french): <γαλλικό consommatrice, θηλυκό του consommateur < consommer +‎ -ateur < λατινικά consummo < con + summo, αν και οι ίδιοι οι Γάλλοι μάλλον τη λένε entraîneuse (δες). Συνώνυμα: μπαρόβια, τσαγού, ενώ γενικότερο είναι το καμπαρετζού. Ο όρος υπήρχε τουλάχιστον από την ένδοξη εποχή των τρουμπαίων τη δεκαετία του 1960, ενώ δεν μπορώ να βρω από πότε λέγεται στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με σχετικά άρθρα στο Ιντερνέτι, η κονσοματρίς δεν είναι απαραίτητα πόρνη.

«Η κονσοματρίς δεν καταλήγει απαραίτητα στο κρεβάτι. Η δουλειά περιλαμβάνει τη συντροφιά στο μπαρ με ποτά, είναι φυσικά ερωτικοποιημένη παρέα αλλά δεν περιλαμβάνει το σεξ. Οι άντρες πάνε να πιούνε με γυναίκες, να χαλαρώσουν, αναζητούν την ευκαιρία μιας γνωριμίας και ίσως και μιας σχέσης, το σεξ δεν είναι αυτοσκοπός. Εκεί μέσα ο άνδρας δεν είναι κυνηγός, και δεν έχει ρίσκο. Γι' αυτό και συχνά, οι σχέσεις που δημιουργούνται καταλήγουν ακόμα και σε γάμο. [...] Η έρευνα ξεπέρασε τα δύο χρόνια, ξεκίνησα από Αθήνα, πήγα Ξάνθη, Ιεράπετρα, Τρίπολη, Κόρινθο, Αργος, ουσιαστικά ακολουθούσα κάποιες γυναίκες στις κινήσεις τους με μερικές από τις οποίες έχω ακόμα σχέσεις». Και σε ποιο συμπέρασμα κατέληξε; «Η έρευνα αυτή μου επιβεβαίωσε ότι υπάρχει ένα συνεχές οικονομικών και σεξουαλικών ανταλλαγών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, από το ευκαιριακό σεξ, την αγοραία σχέση έως και τον γάμο». (Ο ερωτικός μας πολιτισμός).

Σήμερα ο όρος είναι πεπαλαιωμένος, οιονεί μπαμπαδισμός. Μια στριπτιτζού/λικνιτζού/φραπεδιάρα δεν θα αποκληθεί κονσοματρίς, ακόμη κι αν μέρος της δουλειάς που κάνει είναι το πουτό μαζί με τον χουρό. Οι κονσοματρίς είναι περισσότερο όχι αυτές που δουλεύουν στα γκλαμουράτα στριπ-κλαμπ, αλλά σε πιο παρακμιακά κωλόμπαρα, τα κονσοματζίδικα. Συχνά οι κονσοματρίς είναι πιο μεγάλες σε ηλικία, λιγότερο όμορφες και γκλαμουράτες από τις τζούδες και τις τρύπερ, και απευθύνονται σε αντίστοιχης ηλικίας και ωριμότητας (#not) θαμώνες ζαχοπουλάδικων. Ό,τι όμως χάνουν σε ομορφιά και νιάτα το κερδίζουν σε εμπειρία ζωής και ψυχολογία, καθώς έχοντας σπουδάσει στην Εκόλ Νορμάλ Συπεριέρ ντε λα Βι δεν έχουν να ζηλέψουν και πολλά από τις ψυχανάλατες γιαλόμες.

"Μαθαίνω τους πελάτες να διαβάζω"

Οι γυναίκες εκεί στολίζονται με τέτοια επιμέλεια μόνο και μόνο γιατί γνωρίζουν ότι το μάτι του άνδρα είναι πιο εξελιγμένο από το μυαλό του. Συνήθως συναντάς κοπέλες ή μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, την Πολωνία, την Βουλγαρία, τη Ρουμανία και ελάχιστες Ελληνίδες που θέλουν να συμπληρώσουν το εισόδημα τους. Τα σώματα τους σε σχέση με των χορευτριών είναι ταλαιπωρημένα. Περισσότερο πρησμένα και τα μάτια στο πρόσωπο βαθαίνουν, σημαίνοντας κούραση. Οι κονσοματρίς ξέρουν πώς να κάνουν έναν άνδρα να χαρεί. Άμεσα ή υπαινισσόμενα μιλούν για το σεξ. Η φαντασίωση της πιθανότητας της σεξουαλικής συνεύρεσης καλλιεργείται συστηματικά αλλά αναβάλλεται επ’ αόριστον με ταχυδακτυλουργικούς τρόπους. Ικανές να μιλάνε για το πόσο καλές μητέρες είναι πριν αφεθούν. (Εδώ).

Αν πιστέψουμε τα άρθρα του Διαδικτύου, η δουλειά των κονσοματρίς είναι περισσότερο κοντά σε ψυχολόγο παρά σε πόρνη. Βλ. παρακάτω.

Επάγγελμα κονσοματρίς. Με τι ψυχολογία έρχονται οι άντρες στο μπαρ; Έρχονται άτομα που έχουν προβλήματα, παντρεμένοι και απογοητευμένοι πιο πολύ. Ο καθένας εκεί μέσα μπορεί να βγάλει ό,τι του ρθει εκείνη τη στιγμή, ό,τι ανωμαλία έχει. Ένας άνθρωπος έξω δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι αυτός. Οι περισσότεροι απ΄ αυτούς έξω δεν τολμούν να μιλήσουν σε κοπέλα, μου το ΄χουν πει πάρα πολύ, λένε «θα έτρωγα χυλόπιτα». Είναι παντρεμένοι, είναι λεύτεροι, είναι νεαροί, είμαστε κάτι σαν ψυχολόγοι. Λένε σ΄ εμάς αυτά που δεν λένε σε άλλους, κάθε είδους ανωμαλία. Τι σου λένε δηλαδή; Τα προβλήματά τους με τις γυναίκες τους και με κάποιο τρόπο επειδή γινόμαστε ψυχολόγοι τους δένονται μαζί μας. Κι έρχονται, ξανάρχονται, μπορεί να φάνε σκάλωμα μαζί σου και σου λένε τα ίδια και τα ίδια. Εγώ έχω πελάτες που έρχονται και τρεις φορές την εβδομάδα ο καθένας. Έ, δεν θ΄ αλλάξει ρεπερτόριο. Μου λέει «έχω προβλήματα μαζί της, μου κάνει το ένα, μου κάνει το άλλο» Και πολλά κορίτσια παθαίνουν κρίσεις πανικού απ΄ αυτό. Μια φίλη μου που κάνει τη δουλειά 15 χρόνια παίρνει χάπια κατάθλιψης. Πίνει όλο το βράδυ, ξυπνάει το πρωί αισθάνεται τρόμο. Υπάρχει άγχος, μπορεί να φύγει μια κοπέλα χωρίς ένα ευρώ, εμείς δεν έχουμε μισθό. Αν δεν κάνει ποτά Και ποτέ δεν πρέπει να δείξεις ότι έχεις προβλήματα, επικεντρώνεσαι στα δικά του ενώ εσύ αυτό που σκέφτεσαι όταν πηγαίνεις κοντά του είναι τα χρέη σου, η οικογένειά σου, οι περισσότερες έχουν παιδιά. (Εδώ).

Ωστόσο, αυτή η συγκριτικά ειδυλλιακή εικόνα που παρουσιάζεται στο ιντερνέτι ενδέχεται να απέχει από την πραγματικότητα που μπορεί να υποκρύπτει πολύ μεγαλύτερη εκμετάλλευση των γυναικών αυτών. Πάντως το κονσοματρίς είναι ένας όρος που φαίνεται να καλύπτει μια γκρίζα ζώνη, καθώς χαρακτηρίζει γυναίκες που δραστηριοποιούνται όχι μόνο σε κωλάδικα, αλλά και σε σκυλάδικα, που προσπαθούν με διάφορους τρόπους να αυξήσουν τον τζίρο τους. Κατά συνέπεια, είναι και βαριά προσβόλα να πεις μια σκυλού κονσοματρίς.

Κατερίνα Στανίση: Ξέρεις, ειδικά τότε, ο πελάτης είχε μεγάλη δύναμη και πάντα δίκιο. Αν σε ζητούσε ένας θαμώνας κι εσύ δεν πήγαινες, μπορούσε να το πει στον μαγαζάτορα και να σε διώξει. Θα έπαιρνε άλλη τραγουδίστρια, που θα μιλούσε στους πελάτες. Σιγά το δύσκολο! Αλλά δεν υπήρξα ποτέ κονσοματρίς, πάντα ήμουν τραγουδίστρια. Αλλά τότε επιβαλλόταν να πας στον πελάτη να πείτε δυο λόγια. Η νύχτα ήταν σκληρή και αλύπητη. Θα έχανα τη δουλειά μου! Αυτό ήταν τότε το σύστημα. Γιατί να λέμε ψέματα στον κόσμο;». (Εδώ).

Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά ως μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο, ο οποίος προσπαθεί με πλάγιους τρόπους, όπως με σεξουαλικά δελέατα, να αποκομίσει οφέλη. Γενικά στον "χαρακτήρα" της κονσοματρίς είναι να τάζει πολλά και να πραγματοποιεί λίγα, ενώ υποδαυλίζει έναν άπειρο πόθο. Οπότε και μεταφορικά μπορεί να χαρακτηρίσει γυναίκα ή και άντρα που προσπαθεί να κερδίσει το μάξιμουμ που μπορεί προσφέροντας τα λιγότερα.

Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το αρρωστούργημα του μεγάλου μας λογοτέχνη και πολιτικού Πέτρου Τατσόπουλου Η Καρδιά του Κτήνους

-Τι σπούδαζες;
Υπομονή... Υπομονή...
-Πολιτική Επιστήμη.
Η απάντησή μου την έριξε σε βαθύ συλλογισμό. Στενοχωρήθηκε.
-Δουλειά που πήγες και διάλεξες...
Δεν πιστεύω να έπεσα σε πτυχιούχο κονσοματρίς που σνομπάρει τη σπουδαιότητα της δικής μου επιστήμης.
-Δεν σε κατάλαβα.
-Λέω δουλειά που διάλεξες.
Επανάλαβε εκλαμβάνοντας μάλλον την απορία μου για βαρηκοία. Αλλά συνέχισε κι επικάλυψε το παλιό μυστήριο των σπουδών της με νέο:
-Δεν βλέπεις που τους πήραν σβάρνα και τους καθαρίζουν έναν έναν;
Ανησύχησα. Δεν είχα πληροφορηθεί τη συνωμοσία εναντίον των πολιτικών επιστημόνων και ζούσα με την αυταπάτη πως οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, πεθαίνουν από φυσικά αίτια, το πολύ έως τροχαία.
-Άσε που είναι σάπιοι έως το κόκκαλο!
Ήξερε τόσα πολλά για τη διαφθορά του ακαδημαϊκού κατεστημένου;
-Για μια ψήφο πουλάνε την ψυχή τους στο διάβολο.
Όλα τα μαγειρέματα στις εκλογές διδακτικού προσωπικού; Μήπως δούλευε επιμελήτρια τα πρωινά;
-Ποτέ μου δε χώνεψα τους πολιτικούς.
Ένας προβολέας ξάφνου άναψε στο νου μου και φώτισε τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. [...]
-Γλυκό μου κορίτσι άλλο οι πολιτικοί επιστήμονες και άλλο οι πολιτικοί.

Εδώ

Ακολουθεί μια συγκριτική κωλομπαρολογία που δείχνει μια μετάβαση από το καραμελόδραμα....

"Είμαι του μπαρ, μα είμαι κυρία"

σε μια πιο προσγειωμένη κατάσταση από το Λίλιαν.

Ο τύπος στη γωνία

Σύγκρινε με τον κλάδο των στριπτιτζούδων (και των ηλεκτρολόγων):

Τι κι αν είμαι στριπτιτζού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλιά (beau mec), που σημαίνει ωραίος τύπος, γόης. Πλην επειδή είναι λίγο πασέ και μπαμπαδισμός, λέγεται περισσότερο ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να το παίξει γόης, ενώ δεν του βγαίνει απόλυτα. Λ.χ. κάποιον προκεχωρημένης ηλικίας που το παίζει πάλι τζόβενο, επειδή χώρισε πρόσφατα, κάποιον χοντρό που μόλις έχασε κάμποσα κιλά και ξαναμπαίνει στο παιχνίδι, έναν λαϊκό τύπο που θα προσπαθήσει να το παίξει ψαγμένος κ.τ.ό. Δείτε πάντως και μια προσέγγιση εδώ, μου θυμίζει τον Βαν Κουφ.

Ο άντρας beau mec δεν είναι αυτό που λέμε «αντικειμενικά ωραίος άντρας». Δεν είναι αυτός που, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί, θα στραφούν όλα τα γυναικεία κεφάλια προς το μέρος του. Έχει τα μειονεκτήματά του. Αλλά έχει αυτό το κατιτίς που τον ξεχωρίζει από τους άλλους. Έχει τον τρόπο του (αυτός και το ντραμπούι). Δεν είναι λεφτάς. Δεν έχει μουράτο αμάξι. Συνήθως έχει ένα παλιό (σχετικά) και μες στη βρώμα και τη δυσωδία (είναι το μόνο πράγμα δικό του που δεν το φροντίζει). Δεν έχει το τελευταίας τεχνολογίας κινητό με τη φωτογραφική μηχανή. Το ντύσιμό του δεν είναι επιτηδευμένο, είναι απλό, χωρίς να ξοδεύει πολλά λεφτά. Ξέρει τι του πάει και τι πρέπει να φορέσει κάθε στιγμή. Δεν έχει πρόβλημα να εμφανιστεί με βερμούδα και χαβανέζικο, αν έτσι θέλει. [...]

Όταν πλησιάζει γυναίκα, δεν το παίζει «κάπως». Κατ’αρχήν, δεν περιμένει να τον πλησιάσουν αυτές. Δεν είναι ότι είναι παλιομοδίτης, ότι πιστεύει στο τσιτάτο «άντρας-κυνηγός, γυναίκα-θήραμα», απλά δεν κολλάει σε τέτοιες λεπτομέρειες. Αν του την πέσει κάποια, τόσο το καλύτερο. Σε γενικές γραμμές, άμα δει κάποια που του αρέσει και θεωρεί αξιόλογη περίπτωση, την πλησιάζει. Δεν είναι από τους τύπους που θα ξεκινήσει για την κοπέλα λες και πάει στη μάχη, με ατάκες του στυλ «κοιτάχτε ρε μαλάκες τώρα πώς θα πέσει το γκομενάκι» ή «άμα δεν μου πάρει πίπα σε 15 λεπτά να μη με λένε Κώστα» και αντίστοιχο ύφος. Ευγενικά και με χαμηλούς τόνους. Δεν το θεωρεί σαν δεδομένο το ότι θα του κάτσει, δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλλά δεν πάει και με διάθεση ηττοπάθειας ότι θα φάει χυλόπιτα. Με χιούμορ και ειλικρίνεια πιάνει συζήτηση. Μέσα στα πρώτα 5-10 λεπτά ξέρει αν θα πρέπει να την κάνει ή αν μπορεί να συνεχίσει. Και αν έχει νόημα να συνεχίσει. [...]

Γι’αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ beau mec. Γιατί εσύ πάντα θα προσπαθείς πολύ. Και, ως γνωστόν, αυτός που προσπαθεί πολύ είναι αυτός που δεν έχει ικανότητες. Κι όσο νωρίτερα το παραδεχτείς, τόσο καλύτερα για σένα. Θα πάψεις να παιδεύεσαι και να παιδεύεις και τους άλλους γύρω σου.

ΜΠΟ - ΜΕΚ ΞΥΡΙΖΕΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ ΜΑΛΑΚΑ (από PUNKELISD, 06/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified