Selected tags

Further tags

Ο κάγκουρας.

Τα λεξάκια είναι οι κάγκουρες ή απλά μια παρέα από κάγκουρες.

Η λέξη προέρχεται από τα glx που συχνά χρησιμοποιούνται από τους κάγκουρες και τις παρέες τους. Αργότερα η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται γενικώς για τους κάγκουρες είτε οδηγούν glx είτε όχι.

GLX-ακια=λεξάκια

Αυτός εδώ είναι λεξάκι αλλά είναι καλούλης.

Μου μίλησε μια παρέα λεξάκια στο δρόμο.

Το αγόρι της είναι ένα πολύ γοητευτικό λεξάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μολόχα είναι λέλουδο και αποτελεί το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Εξ ου και ο άντρας μολόχα αναφέρεται σε άρρενα φλώρο, μαμάκια και ολίγον τι μαλάκα. Το Τσι είναι ενεργειακή δύναμη που ρέει από τις οντότητες μας και χρησιμοποιείται διακαώς από κουλτουλούγκρες και έντεχνα τσικάκια με ενασχόληση την Αέριαλ γιόγκα. Σε συνδυασμό αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν κάποιον που δυσανασχετεί με απλές και ξεκούραστες δραστηριότητες χωρίς προφανή λόγο και αιτία.

-Μαν μου, ψήνεις κάνα μπυρόνι μετά τη δουλειά?

- Δεν νομίζω να μπορέσω ρε φίλε

- Γιατί? Θα σου χαλάσει το Τσι μωρή μολόχα?

Got a better definition? Add it!

Published

Το τραμπουκολίδι (πληθ.: τραμπουκολίδια) είναι η επιθετική συμπεριφορά ενός τραμπούκου ως προς σωματικά ασθενέστερο άτομο, κατά προτίμηση σε δημόσιο χώρο. Συμβαίνει και μεταξύ ζώων, πχ. απο σκύλο σε γάτα σε πλατεία, με έναυσμα πεσμένο κομμάτι γύρο. Ορθώς προφέρεται ως τραμπουκολjίδια, κατά τη λαϊκή προέλευση της λέξης.

Πλέον, οι ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: αγγλικά έχουν κάνει τη λέξη 'μπούλινγκ' να επικρατήσει.

Βλέπε και μπουλίζω.

Ρε φίλε, στο γήπεδο είπαμε να πάμε, αλλά μέθυσε ο Ηρακλής και πλακώσαμε μια διπλανή παρέα στα τραμπουκολjίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Αναγραμματισμός της λέξης ποτέ. Έχει ακριβώς την ίδια σημασία.

-Πότε θα κάτσεις να διαβάσεις; -Τέπο ρε πάς καλά;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαζός, ο ανόητος. Προέρχεται από τον αναγραμματισμό της λέξης κουτέ.

Ρε είσαι τέκου μην της στέλνεις μπλέ καρδιά...πω ρε είσαι μεγάλος μαλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published

Η μαλακία, το τρομπάρισμα, η χειροτεχνία και χειράντλησις,η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος υπο την προυπόθεση οτι επιτελείται απο τον ερωτικό σύντροφο,με πλήρη ερασιτεχνισμό και τεμπελιά και δε συνοδεύεται απο περαιτέρω ερωτικές περιπτύξεις.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στείρα, απαθή ερωτική πράξη και προδίδει την έλλειψη θέλησης του ερωτικού συντρόφου που την επιτελεί, να προχωρίσει περαιτέρω το μπαλαμούτι.Εφαρμόζεται κυρίως στην αρχή και τα πρώτα ραντεβού μιας σχέσης και παραλληλίζεται ως προς τη δυσαρέσκεια του δέκτη με την αερόπιπα

-Τί έγινε ρε μαλάκα με το Ποπάκι, έβαλες; -Μπά, αρχίδια...Με τα χίλια ζόρια μου έκανε μια πεοχειραψία -Ούτε λίγο στοματάκι η καριόλα; -Γάμησέ τα..

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος του αρσενικού που ασχολείται συνεχεία με το messenger (σ.σ. εφαρμογή του facebook) και προσπαθεί να βρει γκόμενα μέσα από αυτό.

Ρε Αντώνη πάλι στο messenger μιλάς με μουνιά? Άσ' το κάτω το ρημάδι (σ.σ. το κινητό)! Πολύ μεσεντζεράκιας έχεις γίνει τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράττων τα πάντα προκειμένου να ρίξει γκόμενα θυσιάζοντας αξιοπρέπεια και άλλα ιδανικά. Η ονομασία του προέρχεται από την λέξη γλίτσα(= κολλώδης ή λιπαρή ακαθαρσία) . Κολλάει στις γκόμενες όπως η γλίτσα στο παπούτσι κάποιου σωτήρα ενός παγιδευμένου γατιού που μόλις έβγαλε από μια αποχέτευση. Ο γλίτζας ως ένας ανθρωπόμορφος γυμνοσάλιαγκας σέρνεται γύρω από τις γκόμενες και στο τέλος κολλάει σαν βδέλλα πάνω τους, επιστρατεύοντας κάθε μέσο προκειμένου επιτύχει το σκοπό του .

Μαθαίνει απέξω ατάκες, ανέκδοτα, κόλπα με τράπουλες και πολλά άλλα προκειμένου να εντυπωσιάσει την εκάστοτε γκόμενα.

Βούτυρο στο ψωμί του γλίτζα αποτελούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (φεισμπουκ, τουίτερ κλπ) καθώς η χρήση αυτών αυξάνει εκθετικά την γλοιώδη και αηδιαστική δράση του προς τις κοπέλες που τον ενδιαφέρουν. Επιπλέον τα επίπεδα μουνοδουλίασης ενός γλίτζα ξεπερνούν αυτά ενός συνηθισμένου μουνόδουλου .

Χαρακτηριστική συμπεριφορά ενός γλίτζα προς μια κοπέλα:

  1. Σπαμάρισμα σχολίων και λάικ στα μέσα δικτύωσης.
  2. Συνεχής επίδειξη κοινωνικών επιτευγμάτων (πχ μέλος συγκροτήματος,μέλος δεκαπενταμελούς κλπ).
  3. Τακτική αγορά δώρων ,χαρούμενες εκπλήξεις , πήγαινε-έλα της κοπέλας με πληρωμένο ταξί(από τον γλίτζα).

Παράγωγα του γλίτζα : γλιτζιάρης(ο τείνων να γίνει γλίτζας), γλίτζενα(η γκόμενα του γλίτζα αν υποκύψει)

-Γεια σου .. ωραία νύχια , ημιμόνιμο είναι ;
-Γεια , Ναι ! που το ξέρεις ?
-Το φαντάστηκα , έχει τα ίδια και η κοπέλα που παίζει στο συγκρότημα μου.

Ο γλίτζας της παραπάνω περίπτωσης έχει γκουγκλάρει για τα νύχια και το συνδύασε με την αναφορά προς το συγκρότημα του.

-Είμαστε στο μαγαζί εμείς .. με τι θα έρθεις τελικά ;
-Δεν ξέρω , αν και είναι κοντά, λογικά θα πάρω ταξί γιατί φοράω τακούνια.

Ο γλίτζας δανείζεται το αμάξι του κολλητού του, σκάσει έξω από το σπίτι της τύπισσας με μια σοκολάτα στο χέρι για έκπληξη.

-Καλά , πως και βγήκε η άλλη, είχε πει δεν είχε φράγκο.
-Θα την κεράσει λογικά ο άλλος ο βλάκας. Δυο μέρες τώρα πάνε πακέτο και μου είπε ότι της κερνάει τα πάντα.
-Πωωω τον γλίτζα. Αλλά καλό που...νάκι είναι και αυτή.

Ο γλίτζας αν ήτο pokemon O γλίτζας στην κυτταρική μορφή του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα Μολούκος είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό με ρίζες από τις λέξεις "Μαλάκας" και "Τζουτζούκος". Πλησιάζει σε έννοια το "μουνόδουλος" ΄ή το "αγαπούλης" με τη διαφορά ότι δίδεται έμφαση στην φαταλιστικά παθητική στάση του άρρενα και χρησιμοποιείται είτε περιπαικτικά ως αρνητικός χαρακτηρισμός προς τον φίλο "παθών" που τον παρασέρνει το αιδοίο ασυστόλως είτε από τη "Θήλυ" αφέντρα προς το θύμα άρρενα όπου τον έχει ως αρσενική αβοήθητη και καταδικασμένη τραβιόλα που θα υποκύπτει στις όποιες σεξουαλικές ορέξεις της χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Η συνήθης προφορά της λέξης από γυναίκα είναι κάπως περιπαικτικά ναζιάρικη με ιδιαίτερο κοφτό τονισμό στο "λούκ" όπου υψώνεται η ένταση της φωνής και ακολουθεί μια μικρή κοφτή παύση στο "κ" και ένα σύρσιμο του οοοοοο --> μο-λούκ |... οοοοοο. Άντρας προς άντρα η προφορά είναι μέσα από τα δόντια και με λιγότερο σύρσιμο + τσαντισμένο/απογοητευμένο ύφος.

- Άρρεν: Δήμητρα; Τι κάνεις γυμνή στο δωμάτιό μου;
- Θήλυ: Σκάσε μικρό αμπλαούμπλικο κοαλάκι!
- Άρρεν: Πως μιλάς έτσι μωρή;...πάω να φύγω!!!
- Θήλυ: Δεν πας πουθενά... Έχω γκάβλες... Έλα εδω μολούκο μου.

- Άσε Γιάννη πάλι είχα τραβήγματα στο σπίτι.... Με έχει κάνει κομμάτια.... αλλά την αγαπάω.
- Ρε μολούκο! Τι παπαριές είναι αυτές; Άκου λίγο Σταρόβα "Αυτό που θέλουν οι γυναίκες"...

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν χρειάζεται βοήθεια μπορεί και μόνος του είναι Λουμίδης

Ο έκαστος στο είδος του, Το παλικάρι από τα λίγα

Got a better definition? Add it!

Published