SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • καλιαρντά
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: ιταλικά
  • σεξουαλική διέγερση
  • χέρια

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ρήμα
  • Ηλίας Πετρόπουλος
  • σεξουαλικό
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

μπρατελιάζω

Στα καλιαρντά σημαίνει βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω, αβέλω πιασμάν. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το θεωρεί ιταλικής προέλευσης, όπως και το μπράτσο (βλ. braccio, braccietto).

Να τα μπρατελιάσματα, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ρήμα
  • Ηλίας Πετρόπουλος
  • καλιαρντά
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: ιταλικά
  • σεξουαλική διέγερση
  • σεξουαλικό
  • χέρια

Published 2015-06-11 22:44:50+00:00
Last modified 2015-09-27 09:31:33+00:00

Khan

Khan

  • 2289
  • 7234
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.