Παραφθορά του ντελικατέσεν, που σημαίνει φίνα ή εκλεπτυσμένα φαγητά ή εδέσματα γενικότερα. Λέγεται κατ' ευφημισμόν για το ντερλίκωμα, το νταλάκιασμα ή τα κακής ποιότητας φαγητά, γύροι, πίτες, σουβλάκια και άλλα βρώμικα.

  • Τι λέει; Θα πάρουμε κανα ντερλικατέσεν; Πείνασα...
  • Πλακωθήκαμε στα ντερλικατέσεν. Γουρουνιάσαμε σου λέω!
  • Τι θα φάμε; Έχει εδώ κοντά κανένα ντερλικατέσεν, ή να χτυπήσουμε καμιά πίτσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified