Στα ποδανά το φιξάκι, δηλαδή μικρή ποσότητα / δόση πρέζας ή κόκας. Ο τόνος μπορεί να τοποθετηθεί και στην προπαραλήγουσα ή παραλήγουσα, ενώ λέγεται και ψάκι ή ξάκι.

Πάσα: John Black.

Το ξακιφί που του πασάρανε τον αποτελείωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι, ο πρεζάκιας στα ποδανά.

Εγώ θαυμάζω τον Μαραντόνα σαν παίκτη. Επίσης ο Ντιέγκο μπορεί να ήταν ζακιπρέ αλλά και ο Πελέ μια ζωή ρουφιάνος του συστήματος, τσάτσος των πολυεθνικών και της ΦΙΦΑ ήταν. Όπου αμερικανιά από πίσω ήταν οπότε καλά του τα χώνει ο Ντιέγκο!!!

Από φόρουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα (εναλλαγή των συλλαβών της λέξης).

Συνώνυμα: ζα, ζαμπόν, ζουζού.

Ρε φίλε, μήπως παίζει καμιά ζαπρέ να με φτιάξεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified