Τα τριπάκια (βλ. ορισμούς) στα ποδανά.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Με πακιατρι και με φουσμπά... να υποδεχτουμε ολοι μας τη νεα χρονια (Εδώ).

  2. Χαχαχαχα, αμα το ψήνεις να κάνω και beach πάρτυ με τον μάνι να καούμε στα πακιατρι χαχαχαχα (Εδώ).

  3. χαλαλι του αυτοι εδω ουτε με πακιατρι ρε δεν παιζουνε.. για υπνοστεντονακηδες τους κοβω. (Σχόλιο στην Βουβουζέλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: στρίψε (το) τίποτα => (ανάποδα) ψεστρί το ποτατί.

Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει σε ένα άλλο άτομο να στρίψει ένα τσιγάρο κάνναβης.

Η φράση αυτή έχει δημιουργηθεί από παράφραση λέξεων ηπειρωτικής διαλέκτου.

- ΕΕΕ! Ψεστρί το ποτατί.
- Μα πάλι ρε μαλάκα;
- Τι πάλι ρε; Πριν μισή ώρα ξανάπιαμε. Άιντε ξεκίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά το φιξάκι, δηλαδή μικρή ποσότητα / δόση πρέζας ή κόκας. Ο τόνος μπορεί να τοποθετηθεί και στην προπαραλήγουσα ή παραλήγουσα, ενώ λέγεται και ψάκι ή ξάκι.

Πάσα: John Black.

Το ξακιφί που του πασάρανε τον αποτελείωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδανά = Πίνεις γάρα;

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θές να μάθεις αν κάποιος πίνει φούντα και δεν θες να φανερωθείς στους τριγύρω σου προκαλώντας αντιδράσεις δυσφορίας.

Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ουσίες (π.χ. νισπεί κακό;) με τον ίδιο πάντα σκοπό.

- Αρχηγέ μου, νισπεί ραγά;
- Εννοείται (χαμόγελο).
- Ωραίος! Άμα θές έλα πίσω για άραγμα σε 5.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.

Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.

Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζέλα τσιγάρων με φουντί αξίας €10.

Ετυμολογικά προέρχεται από την ποδανάν έκδοση του «δεκάρικο». Παραπέμπει επίσης στην λέξη καρύκευμα.

Πήγα χθες στα Πατήσα και τσίμπησα ένα καρικοδέ... σκέτη μουχλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.

Πάσα: Χότζας.

Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...

(από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος στα ποδανά.

«Γιατί έχει κέφια ο Drogba και φέρνει βόλτες ο φοσμπά».

(από Khan, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι, ο πρεζάκιας στα ποδανά.

Εγώ θαυμάζω τον Μαραντόνα σαν παίκτη. Επίσης ο Ντιέγκο μπορεί να ήταν ζακιπρέ αλλά και ο Πελέ μια ζωή ρουφιάνος του συστήματος, τσάτσος των πολυεθνικών και της ΦΙΦΑ ήταν. Όπου αμερικανιά από πίσω ήταν οπότε καλά του τα χώνει ο Ντιέγκο!!!

Από φόρουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified