Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.
Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.
Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.
Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;
Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!