Το σαράβαλο. Χρησιμοποιείται για μέσα μεταφοράς, κυρίως αυτοκίνητο αλλά και μηχανάκι, ποδήλατο κτλ.
-Κάνε άκρη μωρέ με το καρούλι σου. Ούτε τα 60 δεν πιάνει και είσαι και στην αριστερή λωρίδα!
Το σαράβαλο. Χρησιμοποιείται για μέσα μεταφοράς, κυρίως αυτοκίνητο αλλά και μηχανάκι, ποδήλατο κτλ.
-Κάνε άκρη μωρέ με το καρούλι σου. Ούτε τα 60 δεν πιάνει και είσαι και στην αριστερή λωρίδα!
Got a better definition? Add it!
Ο μεγάλος σωλήνας. Xρησιμοποιείται όμως και για τις χοντρές εξατμίσεις που έχουν τα πειραγμένα αυτοκίνητα. Τέτοιες εξατμίσεις βάζουν συνήθως τα σπατάνια, οι κάγκουρες και οι μπουρναζιώτες.
Κοίτα ρε το μπουρί που 'χει βάλει το άτομο στο αμάξι, λες και είναι καμιά φερράρι 5000 κυβικών!
Got a better definition? Add it!
Η γνωστή σειρά από μηχανάκια πόλης που είχαν κατακλύσει τα αστικά κέντρα της Ελλάδας τις δεκαετίες '80 και '90.
Πλέον τα παπιά που κυκλοφορούν διαφέρουν κατά πολύ από τα παραδοσιακά μπλε ή κόκκινα συνήθως με άσπρη ποδιά. Οι ποδιές έχουν φύγει, είναι βαμμένα με εντυπωσιακά χρώματα και αντί για μέσο μεταφοράς έχουν γίνει μέσο επίδειξης των καγκουριών. Συνήθως έχουν εξατμίσεις που κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο και έχουν αυξημένα κυβικά. Είναι γνωστά και ως παπάκια και πάπιες.
Σχετικά λήμματα: κάγκουρας, λετόνι, σελογκόμενα.
- Είδες το μηχανάκι που πήρε ο Μιχάλης;
- Όχι, τι πήρε;
- Ένα παπί Honda 50cc στρογγυλοφάναρο!! Έχει και την χαίτη, οπότε είναι σαν να βγήκε από το «Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα»!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Περιγραφικός όρος που μπορεί να χαρακτηρίσει τρία πράγματα.
1ον. Γυναίκα κοντή και άσχημη με έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά.
2ον. Μανιώδης καπνιστής (πάσης φύσεως ουσιών). Μετατρέπει το περιβάλλον γύρω του σε τοπίο που η φωτιά μοιάζει να έσβησε πριν λίγα λεπτά.
3ον. Τύπος μικρομεσαίου αυτοκινήτου «πενταετίας και βάλε», του οποίου ο κάτοχος φιλοδοξεί και ευελπιστεί να γίνει κάγκουρας. Δεν έχει υποστεί μετατροπές στον κινητήρα αλλά εξωτερικώς θυμίζει το υπέρ-φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο που στολίζουν τα Jumbo στις γιορτές (το αστέρι δεν είναι απαραίτητο αλλά ενίοτε υπάρχει και αυτό). Χαρακτηριστικότερο όλων, η αλλαγμένη εξάτμιση («μπουρί») η οποία έχει το μέγεθος μικρού παιδιού. Εξαιτίας αυτού, το εν λόγω αυτοκίνητο βρυχάται αδιάκοπα, δίνοντας σου την αίσθηση ότι υποφέρει με αποτέλεσμα να το λυπάσαι. Επειδή λοιπόν «μπουρί» έχουν οι σόμπες, το συγκεκριμένο όχημα κερδίζει επάξια το χαρακτηρισμό «σόμπα».
1ον - Ρε φίλε, ούτε κοντά της δεν μπόρεσα να πλησιάσω. Σόμπα σου λέω.
2ον - Ρε Μήτσο, έλεος, τόσο νέφος ούτε στη Σταδίου. Σόμπα κατάντησες.
3ον - Έλα μεγάλεεε, για τράβα τη σόμπα να παρκάρουμεεε…
Got a better definition? Add it!
Το αυτοκίνητο (κυρίως), η μοτοσυκλέτα, το παπάκι ή ακόμα και το κινητό που έχει κάποιος και το οποίο θα ήταν διατεθειμένος να πουλήσει όσο όσο αρκεί να απαλλαγεί απο τα προβλήματα που του έχει προκαλέσει το πέρασμα του χρόνου. Κάτι σαν σαράβαλο αλλά σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για γκόμενες που απλά δεν βλέπονται.
- Ρε Μηνά γίνεται να πάμε με το δικό σου αυτοκίνητο απόψε; Βαριέμαι να οδηγήσω μέχρι το Λαγονήσι.
- Με το LADA το χρέπι ρε φίλε; Έχω σταματήσει να το παίρνω γιατί με άφησε δυο φορές και περίμενα μέσα στη νύχτα την ΕΛΠΑ.
Got a better definition? Add it!
Ογκώδες οικογενειακό αμάξι παλαιού τύπου, όπως πχ. η Κορτίνα (αλλά και γενικά το μεγάλο και φαρδύ οικογενειακό αμάξι). Συνήθως πρόκειται περί απεριποίητου αυτοκινήτου, χιλιοτρακαρισμένου, ξεχαρβαλωμένου και σκονισμένου μέσα κι έξω. Μέσα μυρίζει κακής ποιότητας δερματίνη σε συνδυασμό με κακής ποιότητας βενζίνη και μπαγιάτικη τσιγαρίλα που ξινίζει. Είναι ακατάστατο, γεμάτο στυλό Μπικ, σπιράλ μπλοκάκια, κασέτες, κλπ. Πιθανόν δε να έχει και πλεκτό μαξιλαράκι στο πίσω κάθισμα. Κατά κανόνα τα φλας του δεν λειτουργούν ή αναβοσβήνουν πάρα πολύ γρήγορα.
Το αυτοκίνητο αυτό είτε είναι must ή ανήκει σε κάποιον ξεχασμένο από τον χρόνο αριστερό, ή, τέλος, σε κάποιον παππούλη.
Η φαρδυκάπουλη γυναίκα, η κωλαρού.
Είπα να κόψω από τα στενά για να φτάσω πιο γρήγορα κι έπεσα σ' έναν γέρο με μια μαούνα που δεν μπορούσε να στρίψει, δεν χωρούσε να περάσει, πήγαινε αργά, τα φρένα δεν ανάβανε, γάμησέ τα, έφτασα είκοσι λεπτά καθυστερημένος...
Τι μπάζο, χριστέ μου, τι μαούνα! Και τη βρίσκει να την πηδάει, το πιστεύεις;
Got a better definition? Add it!
Το στρατιωτικό τζιπάκι, μάρκας Μερσεντές, που χρησιμοποιείται για τις εξόδους στρατιωτών όταν είναι λίγοι ή για τα ώνια.
- Πόσοι είναι για έξοδο σήμερα;
- 2 μόνο, οπότε θα πάρω την καναδέζα να τους κατεβάσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εννοούμε το δυνατό και με κορυφαίες επιδόσεις αυτοκίνητο.
- Αποφάσισα τι αμάξι θα αγοράσω.
- Ποιο;
- Τη BMW την Μ3.
- Πώ πω φίλε, φοβερό εργαλείο θα πάρεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτοκίνητο στο οποίο ο ιδιοκτήτης έχει προβεί σε αλλαγή αμορτισέρ και ελατηρίων με αποτέλεσμα την υπερβολική μείωση της απόστασής του από το έδαφος.
Κατα πολλούς το «χαμήλωμα» αυτό αξίζει μιας και προσθέτει μια πιο επιθετική χροιά στην εμφάνιση του αυτοκινήτου, παρά τους κινδύνους που εμπεριέχει (στήσιμο, λακούβες κ.λ.π.).
- Το είδες το Σιβίκ του Μάκη; Του πέταξε σετάκι Koni πάνω με 6ποντα ελατήρια, μιλάμε για τρελό σαυρίδι το αμάξι!
Βλ. και σαύρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified