Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.
Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)
Got a better definition? Add it!
Published 2008-07-29 21:08:14+00:00 Last modified 2008-10-06 17:33:54+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.