Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»

Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).

Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.

Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.

- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
όχημα.
- Αμέ. Πώς έγινε;
- Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
- Λέω, πώς κόλλησες;
- Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
- Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).

Je suis une fille comme les autres (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified