Selected tags

Further tags

Η πολιτική αναμέτρηση με τη μορφή τηλεοπτικής μονομαχίας, η τηλεμαχία δηλαδή.
Από το αγγλικό debate.

Γράφει ο Ν. Σαραντάκος:
Σε κάποιο διαδικτυακό βήμα συζητήσεων, κάποιος υποστήριζε, και μάλιστα με ύφος χιλίων καρδιναλίων, ότι: Στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπάρχει η λέξη δίβατον < δύο + βήμα (ομιλίας)=δύο βήματα (βάθρα) ομιλίας. Από τη λέξη αυτή προήλθε το ξενόγλωσσο debate (ντιμπέιτ). Συνεπώς η συζήτηση, η συνομιλία περισσοτέρων των δύο ατόμων κακώς χαρακτηρίζεται ως debate. Φυσικά, όλη αυτή η «εξήγηση» είναι για τα πανηγύρια.

Το αγγλικό debate ετυμολογείται προφανέστατα από το γαλλικό debattre που έχει την ίδια σημασία, συζητώ, αλλά αρχικά σήμαινε ‘παλεύω’ (αν έχει δει κανείς μερικά ντιμπέιτ βρίσκει διάφανη την ετυμολογία) και είναι από το λατινικό battere, χτυπάω κάποιον. Εκτός αυτού, λέξη δίβατον δεν υπάρχει στα αρχαία ελληνικά. Όταν τα υποστήριξα αυτά στο Διαδίκτυο, ο συντάκτης μου απάντησε με στόμφο ότι υπάρχουν και λέξεις που δεν τις κατέγραψαν τα λεξικά. Απάντησα ως εξής:
Λέξη δίβατον, έγραψα και επιμένω, δεν παραδίδεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Μπορεί να υπήρξε και να είναι αμάρτυρος τύπος, αλλά δεν έχετε καμιά απόδειξη γι' αυτό. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό εξασθενίζει απελπιστικά την πρότασή σας.

Όπως καταλάβατε, αυτό είναι το πρόβλημα με τις ωραίες και άπιστες ετυμολογήσεις: ρίχνει ο παλαβός μια πέτρα στο πηγάδι, και μετά πρέπει ο γνωστικός να πέσει μέσα για να τη βγάλει· δηλαδή, πρέπει να αφιερώσεις χρόνο και κόπο για να ανασκευάσεις μια άποψη που ο άλλος βγάζει από την κοιλιά του στο πι και φι.

Τηλεμαχία λοιπόν, αλλά έλα που του Αλέφα το γλωσσικό κριτήριο έχει διαφορετική γνώμη!
Ελληνοποιήθηκε έτσι και ηχητικά, το ντιμπέιτ σε ντιμπέη.
Ντιμπέη ρε ντιμπέη!!!!!!!
Απορία: Γιατί έγινε ντιμπέη κι όχι ντιμπέι;

  1. οι ωραίοι έχουν πέη κ τα παίζουν στο ντημπέη #sourgela (εδώ)

  2. - Ρε αυτοφωράκια, τελικα, γουσταρεις Ντημπεη, ναι ή ου;
    - Ασε, αγορινα μου, τραβα ρωτα πρωτα τον εξωφυλαρούχα σου ... http://fb.me/4Y1OU7EJn (εδώ)

  3. ντημπεη ρε μουνια ... κεσκεσε ρε (εδώ)

  4. ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΣΟΥΡΩΜΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΟ ΝΤΗΜΠΕΗ ΑΝΤΙ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ ΚΟΥΓΚΑΡ ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ. Ψ Ο Φ Ο. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο νέας κοπής του παράγοντας Εδεσσαϊκού, σημαίνει δηλαδή αυτόν που μιλάει ακατανόητα, μπερδεμένα, χωρίς καλή σύνταξη και ειρμό στα λόγια του. Πιθανοί λόγοι: Είναι λιάρδα από ουσίες, και ομιλεί υπό την επήρεια της έκστασης από τη μέθη ή τη ντάγκλα. Δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και δεν έχει ευχέρεια στη χρήση της (όπως λ.χ. ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για τον οποίο χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν η έκφραση στο Διαδίκτυο). Έχει εκ φύσεως μια ροπή προς το ντιριντάχτα, την εκφραστική εν γένει των Γάλλων φιλοσόφων, τη δημιουργική ασάφεια, το αποφατικό ζενεσεκουά, εν ολίγοις είναι ο τύπος που καταλήγει την ομιλία του με αατα, ενώ πριν έχει μιλήσει ως παράγοντας Εδεσσαϊκού, δηλαδή είναι κάποιος που εκ χαρακτήρος δυσκολεύεται να είναι σαφής.

Προφ η αναφορά είναι στο Google Translate, το οποίο αποτελεί μια μπανεύκολη λύση για να μεταφράσεις στα γρήγορα ένα ξενόγλωσσο κείμενο ή έστω να καταλάβεις μέσες άκρες τι εννοεί, πλην η μετάφραση γίνεται αυτοματικά και κατά λέξη με αποτέλεσμα να έχει συχνά πολύ κακή σύνταξη και να θυμίζει μάλλον ασυνάρτητους χρησμούς της Πυθίας που χρήζουν κατόπιν ερμηνείας λόγω της ασάφειάς τους. Σχετική αναφορά έχει γίνει και στο λήμμα γουγλομεταφραστής, όπου παραπέμπω για τα περαιτέρω.

Ινσέψιο: Να πω για τον γερμανό μεταφραστή ότι η έκφραση δεν είναι πολύ διαδεδομένη, αλλά νομίζω ότι είναι εκφραστική. Εξάλλου, στο σινάφι των μεταφραστών χρησιμοποιείται το μεταφράζει σαν Google Translate για να καυτηριάσει τον κακό μεταφραστή που μεταφράζει κατά λέξη χωρίς να προσέχει τη σύνταξη, με αποτέλεσμα οι μεταφράσεις του να μην βγάζουν ευρύτερο νόημα.

  1. Ήπια λίγο παραπάνω και τώρα μιλάω σαν την google translate.... (Εδώ).
  2. Ο Τσακαλωτος μιλαει σαν translate from Google. (Εδώ).
  3. Εγώ πάντως, γουστάρω Ευκλείδη με χίλια. Τι κι αν μιλάει σαν…google μετάφραση; Τι κι αν πηγαίνει στις συναντήσεις με τους συναδέλφους του φορώντας τσαλακωμένα σακάκια και πουκάμισα από τη βιοτεχνία «Βασταρούχας και υιοί, Άνω Λιόσια»; Τι κι αν τα παντελόνια του είναι γαριασμένα; Είδαμε και τον άλλο με το ένα νι, που τα έκανε…χωνί. Λες και πήγαινε εκδρομή για σκι στον Παρνασσό. Γελάκια, σακίδια, φιγούρα, παραμύθι και κόκκινες γραμμέςκόκκινες γραμμές μόνο στους… γιακάδες του πουκαμίσου. Τουλάχιστον, ο Ευκλείδης δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, ούτε βεβαίως δείχνει το… μεσαίο στους Γερμανούς. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους και είναι ειλικρινής, ενώ φαίνεται ότι έχει κερδίσει και τη συμπάθεια των Ευρωπαίων. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουρμουρίζω, φλυαρώ ψιθυριστά, ενδεχομένως διαβάλλω, σουχλίζω.

Ηχομιμητική λέξη, το πιθανότερο.
Από Ανατολική Κρήτη, το περισσότερο.
Αρκετά μαμαδίστικο γιατί αναφέρεται πιο συχνά στην ανώφελη μουρμούρα των παιδιών.

Ίντα πάλι κιουκιουρίζετε; Μήμπας θαρρείτε πως δε γροικώ λω!

Ούλο το μεσήμερι εκάθουντονε τα κοπέλια στα σκαλιά και κιουκιουρίζανε και μου παίξανε το νευρικό μου σύστημα, μέχρι που επήγα από το απάνω αυλιδάκι και των-ε επέταξα ένα γκουβά νερό, μα όπως σου το λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συνδυάζει γλώσσα του λιμανιού και γλώσσα του σαλονιού.

Η χρήση του κάπως λόγιου τύπου «παρούσα» δίνει μια εσάνς πσαγμενιάς, που όμως μετριάζεται από το μαγκίτικο «φάση» του οποίου, btw, οι σημασίες είναι πιο πολλές κι απ' το «strike» στα εγγλέζικα.

Πρόκειται για έκφραση πασπαρτού. Την χρησιμοποιεί είτε ο πσαγμένος για να κάνει ένα άνοιγμα στους νεολαιοχιπχοπάδες, ή αντίθετα η πλέμπα για να το παίξει Μπαμπινιώτης.

  1. Μιλάει ο λεξιλογόφιλος (;) Ζουράρις στους ουγκόφιλους μπαογκτζήδες. Βλέποντας, αρχικώς, ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, πετάει την φράση πασπαρτού και φκιάνει το πράμα:
    «Άπαντες οι οικτροί αυτοπάρακτοι αυτοσεισίφαλλοι, οι της χειραντλήσεως βλιτομάμες θα κληθούν να αποζημιώσουν...» (περίεργα κοιτάγματα) «στην παρούσα φάση, όλους εμάς τους Παοκτζήδες που φτύσαμε αίμα όλη τη χρονιά»

  2. Μιλάει η Άντζελα και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποκτήσει μια τιμητική θέση στους άριστους χρήστες της ελληνικής:
    «Εμένα που με βλέπεις έχω κλείσει σπίτια με την αποστρέπτουσα εμφάνισή μου. Μην κοιτάς που, στην παρούσα φάση, δεν γίνεται εκτιμητέο.»

"Προτείνω κυβέρνηση τεχνοκρατών στην παρούσα φάση", λεβεντιά. (από Khan, 20/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραδιόφωνο στα καλιαρντά, επειδή σε ζαλίζει με τους ήχους του σαν να είναι μια φλύαρη φιλενάδα. (Προφ στην εποχή που αναπτύχθηκαν τα καλιαρντά το ραδιόφωνο ήταν το κύριο μέσο επικοινωνίας). Συνώνυμο: μπεναβοκουσκούσι.

  1. Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. - Λονδίνο καταντήσαμε! Λονδίνο!
    - Μη σου πω και αμέρικαν μπαρ!
    - Α κατάλαβα η ria άκουγε τη κατέ στη ζαλίστρα να παίζει μουσική και να τα χώνει!!!!! (Μαρινάκι αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς όρους της ιδιολέκτου του Ανδρέου Εμπειρίκου. Η μετοχή δηλώνει έγκαυλον που βγάζει άναρθρες κραυγές ή και έναρθρα μπινελίκια τε και γουτσισμούς κατά τη διάρκεια της καυλώσεώς τε και της γαμεύσεως. Η μετοχή συχνά χρησιμοποιείται για να εισάγει ευθύ λόγο. Πολλές φορές ο Εμπειρίκος εναλλάσσει έτσι περιγραφές σε άπταιστη σλανγιωτατική καθαρεύουσα ως αφηγητής με παρεμβολές χυδαίας δημοτικής ή ευφάνταστων γουτσισμών σε ευθύ λόγο με εισαγωγικά μετά το λαγνοβοών.

Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα από μιμητές ή συνεχιστές/ επίδοξους επιγόνους του Εμπειρίκου, καθώς είναι ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς του μαζί με το καυλοπυρέσσων και το έγκαυλος.

  1. «-Μήπως θέλετε να δῆτε τὸ μουνάκι μου; Δὲν ἔχει οὔτε μιὰ τριχούλα. - Ὤωωωχ!.... Ὤχ Θεέ μου!..., ἀνέκραξε λαγνοβοῶν ὁ κατάπληκτος Γάλλος. Ὤχ ναί..... ναί.... ναί....» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).

  2. «Η νεαρά χορεύτρια έβγαλε από την περισκελίδα του την καυλωμένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί μιας ευρισκομένης όπισθέν του τραπέζης, η Τζέην είχε κολλήσει τα χείλη της γύρω από την σφύζουσαν βάλανόν του με έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τον κόκκινον αυλόν της, ενώ ο Στηβ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από την μεγάλην ηδονήν που εδοκίμαζε, ευρίσκετο εις τον Παράδεισον. Αίφνης εσείσθη ολόκληρος σπασμωδικώς και ανέκραξε “θα χύσω!”».
    «Καλομελέτα κι έρχεται», σχολιάζει ο Τιθορούλης και εκείνη την ώρα ο Εμπειρίκος μπαίνει στην τελική ευθεία. Η φόρμα ήταν έτοιμη να σκιστεί. Ο Μελέτης δεν άντεξε άλλο. Έκλεισε λίγο, με ελάχιστη δύναμη, τα πόδια του και έτσι, χωρίς ούτε ένα ελαφρό άγγιγμα, με μια δυνατή κραυγή, ο Μελέτης έχυσε. Έριξε το κεφάλι του στο θρανίο, σαν να είχε μόλις γλιτώσει από κάποιο μεγάλο κακό: εξουθενωμένος, κάθιδρος και πανευτυχής. Το ταξίδιον της ζωής είναι, φευ, σύντομον, και η ψυχή χωρίς στύσιν είναι καταδικασμένη. Η ψυχή του Μελέτη λοιπόν σώθηκε χάρη στον Εμπειρίκο. Γύρω από τη λεκιασμένη φόρμα του όλο το τμήμα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν λατρευτεί τα καλά Ελληνικά με τόσο δέος, μέσα σε σχολική αίθουσα. Ήταν φιλολογικός θρίαμβος. Χάρη στη συνεργασία του Εμπειρίκου με τον Γρίβα, την Ανθή και τον Μελέτη, το Α2 έζησε για πρώτη φορά μια αληθινή λογοτεχνική εμπειρία, μία στιγμή που ζωή και ποίηση γίνονται ένα. (Hommage στον Ανδρέα Εμπειρίκο στο διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Θρίαμβος).

  3. Αναρωτιέμαι
    αν ο νοσηλευόμενος λαγνοβοών
    βλέπει όνειρα στο θαλαμό του·
    οι κάτοικοι της πολυκατοικίας;
    Είθε να ‘ναι στοιχειωμένα. (Τελέσιλλα, Κινστέρνα ή Τί απέγινε ο Ζαχόπουλος;).

4. Είσθε (sic) φαιδρόν μορμολύκειον, πανίβλαξ και άχθος αρούρης και δε με πείθετε ούτε εσείς, ούτε οι μεγαλοστομίες σας ούτε και η κοιλιά σας, αλλά ούτε και η έλλειψις κοιλιάς που την επιτυγχάνετε λαγνοβοών στα γυμναστήρια.

Φωνὴ λαγνοβοῶντος ἐν τῆι ἐρήμωι (από Khan, 24/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιρίδα που ακούγεται σε τηλεοπτικά παραθύρια ή από τηλεντελάληδες που διαλαλούν την όποια πραμάτεια τους, μετατρέποντας την τηλεόραση σε άλλο τσιριδοκούτι. Αυτός που συνηθίζει την τηλετσιρίδα χαρακτηρίζεται ως τηλετσιρίδας με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πολιτικό Άδωνη Γεωργιάδη.

1. Σ´ έχουν πάρει κοντά τα κολλεγιόπαιδα ως τηλετσιρίδα και ενδεχομένως για να σπάνε πλάκα. Κατέβασε λίγο τον αμανέ.

2. Με τον τηλετσιρίδα υπουργό η υγεία μας είναι εξασφαλισμένη ανεξάρτητα από τη χρήση της τεχνολογίας. η κάλπη μίλησε ο λαός ψήφισε

(από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλύαρος, αυτός που μιλάει πολύ χωρίς να λέει τίποτα το ουσιαστικό, εκ του μπλαμπλά που αποτελεί ηχομιμητική λέξη, η οποία δηλώνει την συνομιλία. Ενίοτε δηλώνει και τον κομπορρήμονα, τον καυχησιάρη. Επίσης, όσους εξ επαγγέλματος καταφεύγουν σε ατέρμονη αναπαραγωγή ξύλινης γλώσσας, καθώς οι πολιτικοί και οι δημοσιομπλαμπλάδες.

Trivium: Ο μπλαμπλάς ήταν επίσης «παιχνιδάκι που είχε κυκλοφορήσει από την AS γύρω στο 1995. Ήταν μια μικρή συσκευούλα σε μέγεθος παλάμης που ήταν στην ουσία ένα μίνι μαγνητοφωνάκι. Μπορούσε να ηχογραφήσει λίγα δευτερόλεπτα και μετά να τα επαναλαμβάνει. Είχε ένα μεγάλο μεγάφωνο, δύο κουμπιά (ένα για να ξεκινήσει η ηχογράφηση και ένα για να παίξει η ηχογράφηση) και στο πλάι μια ροδέλα ρύθμισης της έντασης του ήχου». (Δες).

  1. Για να δούμε, θα ακούσουμε κάτι συγκεκριμένο ή θα είναι και πάλι μια σούπα από μπόλικους μπλαμπλάδες και ακατανόητα ιδεολογήματα... (Εδώ).

  2. Ο άσχετος δημοκράτης μπλαμπλάς. (Εδώ).

  3. αφιερωμενο σε όλους τους γαμιάδες μπλαμπλάδες (Εδώ).

Και μπλαμπλάκιας. Στο 1.53. Μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος ή δημοσιοκάφρος, κυρίως ο τηλεοπτικός τοιούτος, ως αναληταράς αναλισκόμενος σε μπλαμπλά σε τηλεοπτικά παραθύρια. Εν ολίγοις αυτός που μιλάει για πολλά χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό, καταφεύγοντας συχνά σε μηντιακούς τουκανισμούς.

  1. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). Θυμίζω: θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τη δόση; Από το τέλος των διακοπών, τέλος Αυγούστου, πρώτο θέμα, διαρκώς. Μέχρι το τέλος του χρόνου! Πρόσφατη διαρροή: «κατώτατος μισθός» και «απολύσεις στο δημόσιο».
    Είδηση είναι το γεγονός: ποιος, πού, πότε, γιατί. Είδηση είναι, πχ, ότι: χθες, στην Λάρισα, ΔΥΟ παιδιά, ΕΙΚΟΣΑΡΗΔΕΣ φοιτητές, πέθαναν και άλλα ΤΡΙΑ συνομήλικά τους χαροπαλεύουν, λόγω ΦΤΩΧΕΙΑΣ (= ΔΕΝ είχαν λεφτά για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο). (Εδώ).

  2. Όμως, αντι γι' αυτά, το βράδυ θα ακούμε τους δημοσιομπλαμπλάδες να ουρλιάζουν για πράγματα που όχι μόνο το 85% του κόσμου, αλλά ούτε ΚΑΝ οι ίδιοι δεν ξέρουν! Και δώσ' του για PSI, EMFS, default, «κουρέματα», «κλειδώματα», απομειώσεις, επιτόκιο 4,8% ή 8%, βρετανικό δίκαιο, παράγωγα και δομημένα ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων... (Εδώ).

  3. Θα πρέπει να σταματήσουν να λέγονται, -αφού δεν είναι-, δημοσιογράφοι, όσοι δουλεύουν στην Τηλεόραση. Τι σχέση έχει ένα “κανάλι” με μια εφημερίδα ή περιοδικό; Οι μεν μιλάνε οι δε ΓΡΑΦΟΥΝ. “Δημοσιομπλαμπλάδες” θα ήταν ένας περιγραφικότατα ταιριαστός όρος. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί οι πραγματικοί δημοσιογράφοι, αυτοί που ΓΡΑΦΟΥΝ καθημερινά κι εδώ και χρόνια, ΔΕΝ προσβάλλονται- θίγονται μ’ αυτήν την κατάσταση. (Εδώ).

  4. Λεβέντης, όταν πήγε ο πονηρίας βαψομαλιάς και δημοσιομπλαμπλάς, τότε, να του κάνει πλάκα με μια πίτσα. (Εδώ).

(από Khan, 06/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified