Ο ασφαλίτης, ο κρυφός αστυνομικός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.
Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».
Got a better definition? Add it!
Νέουρας, ποντικαράς, στραβάδι ή στραβόγιαννο στο Πολεμικό Ναυτικό με ΕΣΣΟ μετά την Α 06.
Πλωτάρχης Witherspoon: - Τι σειρά είσαι νέος;
Νέοπας: - Ευπειθώς Α07.
ΠW: - Πρόσεχε μην πατήσεις την ουρά σου, ποντικαρά.
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πληθ.: χεπχοπάδες.
Οι ΕΠ.ΟΠ.τζήδες (ΕΠαγγελματίες ΟΠλίτες). Απαντώνται σε περιοχές με έντονη στρατιωτική παρουσία, όπως σύνορα (βλ. Γκατζολία, Γκασμαδία).
Εμπνευσμένο από το δίστιχο:
«Περπατώ εις το δάσος και ακούω χιπ χοπ, λες να απολύομαι, μπααα... είμαι ΕΠ.ΟΠ.».
Εννοιολογικά: χΕΠ.χΟΠάς.
- Τι έλεγε χθες το βράδυ στο clubάκι;
- Τι να πεί... Αρχιδόκαμπος σκέτος, τίγκα στους χεπχοπάδες.
Got a better definition? Add it!
Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.
- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Όπως και το ποντίκι, ύποδηλώνει τον νεοσύλλεκτο στρατιώτη.
- Μάζεψε την ουρά σου ρε αρούρι, θα σκοντάψει ο παλιός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατιώτης πυροβολικού. Λέγεται και πυροβολημένος.
Δες και -άριος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατονόμος.
Πες στον οδηγό να μην τρέχει με την καναδέζα στην έξοδο γιατί έχουν βγεί παγανιά τα καρακώλια και κάνουν ελέγχους!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο σκληρός υπαξιωματικός που αναθέτει ζόρικες αγγαρείες.
-Ποιος θα μείνει απόψε στο λόχο;
-Ο επιλοχίας Αντωνίου.
-Αμάν θα μας ξεσκίσει, είναι μεγάλος χώστης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο συνοδός-βοηθός (συνήθως στρατιώτης) του αξιωματικού - αρχηγού της περιπόλου στο στρατόπεδο.
- Σήμερα περίπολο είναι ο επιλοχίας Μήτσου και περιπολόπουλο ο στρατιώτης Χρήστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified