Νέουρας, ποντικαράς, στραβάδι ή στραβόγιαννο στο Πολεμικό Ναυτικό με ΕΣΣΟ μετά την Α 06.
Πλωτάρχης Witherspoon: - Τι σειρά είσαι νέος;
Νέοπας: - Ευπειθώς Α07.
ΠW: - Πρόσεχε μην πατήσεις την ουρά σου, ποντικαρά.
Νέουρας, ποντικαράς, στραβάδι ή στραβόγιαννο στο Πολεμικό Ναυτικό με ΕΣΣΟ μετά την Α 06.
Πλωτάρχης Witherspoon: - Τι σειρά είσαι νέος;
Νέοπας: - Ευπειθώς Α07.
ΠW: - Πρόσεχε μην πατήσεις την ουρά σου, ποντικαρά.
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λαδοβρωμύλος, φίδι, γενικευμένα ο τυπικός έλληνας στρατιώτης.
Έχω και τρίωρη εξοδούμπα αύριο να δώ το μαναρίδι την γκαρσόνα στο καφέ αλλά μου λέει ο βοθρέμπορας έχει εμπλοκή το ζεστό στο μπάνιο. Πάλι λέσι θα βγώ έξω...
Got a better definition? Add it!
Τα «όργανα» της παλιάς χωροφυλακής (πριν το 80). Δεν τους χώνεψαν ποτέ της αστυνομίας.
Ρε θυμάσαι τους μπασκίνες παλιά πως ήταν... τώρα μας το παίζουν αστυνόμοι και μαλακίες τα ζώα.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ παλαιός φαντάρος. Προκύπτει λόγω της πολυκαιρίας, εξαιτίας της οποίας το γράμμα «π» σβήστηκε (ή έπεσε) από την λέξη «παλαιός».
Νέοι: Ρε τι είναι τούτο; Με μπλουζάκι Black Sabbath στην αναφορά;
Λοχίας: Δουλειά σας εσείς. Αυτός είναι αλαιός...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψουμε τους έχοντες επάγγελμα τον στρατό. Πιο συχνά για να περιγράψουμε τους επαγγελματίες οπλίτες (Επ.Οπ.) ή τους πενταετούς θητείας.
- Τι κάνει η άλλη; Την βλέπεις καθόλου;
- Άσε, από την στιγμή που έμπλεξε πάλι με τον καραβανά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Βλ. και καραβανάδες.
Got a better definition? Add it!
Πληθ.: χεπχοπάδες.
Οι ΕΠ.ΟΠ.τζήδες (ΕΠαγγελματίες ΟΠλίτες). Απαντώνται σε περιοχές με έντονη στρατιωτική παρουσία, όπως σύνορα (βλ. Γκατζολία, Γκασμαδία).
Εμπνευσμένο από το δίστιχο:
«Περπατώ εις το δάσος και ακούω χιπ χοπ, λες να απολύομαι, μπααα... είμαι ΕΠ.ΟΠ.».
Εννοιολογικά: χΕΠ.χΟΠάς.
- Τι έλεγε χθες το βράδυ στο clubάκι;
- Τι να πεί... Αρχιδόκαμπος σκέτος, τίγκα στους χεπχοπάδες.
Got a better definition? Add it!
Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.
- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται απο την εξέλιξη του
παλιός -> πάλιουρας -> παλέουρας -> λέουρας
και υποδηλώνει τον αρχαιότερο σε ιεραρχία και πιο παλιά σειρά στον λόχο.
Τα ποντίκια πάντα τον σέβονται και ζηλεύουν τις «μέρες» του.
- Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
- Άσε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως και το ποντίκι, ύποδηλώνει τον νεοσύλλεκτο στρατιώτη.
- Μάζεψε την ουρά σου ρε αρούρι, θα σκοντάψει ο παλιός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified