Παραγωγικότατο συνθετικό της αργκό. Σχηματίζει όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει την γυναίκα στην οποία αναφέρεται.
Η σημασία της σύνθετης λέξης φαίνεται να καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το εκάστοτε πρώτο συνθετικό, το οποίο στην πράξη μπορεί να είναι οποιοδήποτε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο). Το δεύτερο συνθετικό περιορίζεται στο να λειτουργεί ως απλή μετωνυμία για τη γυναίκα, η δέ χρήση του άλλοτε δίνει απλά μάγκικο τόνο, άλλοτε σεξιστικό και υποτιμητικό ή περιπαιχτικό, άλλοτε υβριστικό, άλλοτε ακόμη και έναν τόνο χαρακτηριστικής αντρικής στοργής.
Ασφαλώς, υπάρχουν και σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό αναφέρεται κυριολεκτικά στο μουνί (πιχί αραχνομούνα, βλέπε στα παραδείγματα).
Άλλοι τύποι είναι -μούνι και -μούνω. Το -μουνο διαφοροποιείται στο ότι τείνει να χρησιμοποιείται μόνον σεξιστικά, απαξιωτικά ή και υβριστικά –στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται συχνά και για άντρες: σκατόμουνο, παλιόμουνο και λοιπά. Το δέ αρσενικό -μούνης είναι σπανιότερο και είναι επίσης απαξιωτικό-υβριστικό.
Σε πολιτικά ορθότερα συμφραζόμενα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το -γκόμενα.
Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε ημέτερα λήμματα.
αγαθομούνα, αγαρμπομούνα, αγριόμουνο, αλογομούνω, αναρχομούνι, αρχοντομούνα, αχλαδομούνα, βρομομούνα, γεροντομούνα, ζαχαρομούνα, καυλομούνα και καυλόμουνο, κλασόμουνο, κλαψομούνα και κλαψομούνης, κλεψυδρομούνα, λεβεντομούνα, μαλλιαρομούνα, μαυρομούνα, μπαργομούνα, μπασταρδομούνης, μπουζουκομούνι, μπουκαλομούνα, νταρντανομούνα, ξεκωλόμουνο, ξεκωλοπατόμουνο, ξινομούνα, ξυλομούνα, παγόμουνο, σεισμομούνα, σκεφτόμουνα, τουβλομούνα, τσακλόμουνο, φαρμακομούνα, χαζομούνα αλλά χαζομούνης, χαϊδομούνα, χαφτομούνης
Σύγκρινε: αραχνομούνα, εξώμουνο, μπροστομούνα, μυριστομούνης, πλακομούνα, στρειδομούνα, ψαρομούνα
Ακόμη: γκαραζογκόμενα, καβατζογκόμενα, κυριλογκόμενα, μπουρναζογκόμενα, πουρογκόμενα, σελογκόμενα, σεναριογκόμενα