Γυναίκα εκ Βραζιλίας ορμώμενη από ταπεινή κοινωνική προέλευση.
Είναι μια χαρακτηριστική φαβελομούνα που έχει βάλει βυζιά και κώλο και χορεύει όλη τη μέρα σάμπα.
Γυναίκα εκ Βραζιλίας ορμώμενη από ταπεινή κοινωνική προέλευση.
Είναι μια χαρακτηριστική φαβελομούνα που έχει βάλει βυζιά και κώλο και χορεύει όλη τη μέρα σάμπα.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκισμός του
, άσματος της Κλαυδίας Παπαδοπούλου, που μας εκπροσώπησε στη Eurovision το 2025, εννοείται γυναίκα με αιδοίο που εκτυφλώνει με τη λάμψη του.
Αστερομουνα μου γυμνη Γειρε να σε γαμησω Στα αγια μου τα σπερματα Tα χειλη σου να πνιξω. (Δημοτικό δύστυχο στο Χ).
Got a better definition? Add it!
Αυτή που (υποτίθεται ότι) έχει στραβό αιδοίο και μεταφορικά αυτή που έχει στραβό χαρακτήρα κυρίως ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά, δεν ξέρει πώς να φερθεί, είναι ξινή στο σεξ και όχι μόνο.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που κάνει σεξ σαν να παίζει σε ταινία πορνό.
Got a better definition? Add it!
Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.
- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;
Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα που έχει σπάνιες σεξουαλικές επαφές λόγω υπερβολικής εκλεκτικότητας, πουριτανισμού ή υπέρμετρης εγωπάθειας.
- Ρε μαλάκα, τα' χουμε εδώ και τρεις μήνες και όταν πήγα να την χουφτώσω προχθές έκανε σαν υστερική!
- Δώστης ένα σουτ της τυρομούνας ρε μαλάκα, που κάθεσαι και χάνεις χρόνο με τις τελειωμένες!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα που δεν πλένει συχνά ή σχολαστικά τα γεννητικά της όργανα από ντροπή (πχ. παρθενία) ή έλλειψη σωματικής υγιεινής, με αποτέλεσμα συσσώρευση νεκρών κυττάρων, ξηραμένων ούρων (λευκοκίτρινη παχύρευστη ουσία πολλές φορές αναμεμειγμένη με βλέννα) και αποπνικτική δυσωδία.
Got a better definition? Add it!
Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Βλ. επίσης: -μούνα.
«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)
Got a better definition? Add it!
Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.
Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου
...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)
Got a better definition? Add it!
Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.
Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...
- Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
- Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;
Got a better definition? Add it!