Further tags

Σλανγκισμός του Αστερομάτα, άσματος της Κλαυδίας Παπαδοπούλου, που μας εκπροσώπησε στη Eurovision το 2025, εννοείται γυναίκα με αιδοίο που εκτυφλώνει με τη λάμψη του.

Αστερομουνα μου γυμνη Γειρε να σε γαμησω Στα αγια μου τα σπερματα Tα χειλη σου να πνιξω. (Δημοτικό δύστυχο στο Χ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που (υποτίθεται ότι) έχει στραβό αιδοίο και μεταφορικά αυτή που έχει στραβό χαρακτήρα κυρίως ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά, δεν ξέρει πώς να φερθεί, είναι ξινή στο σεξ και όχι μόνο.

  1. «-Παπαδιά μου στραβομούνα τι ’ν’ αυτό πο ’χεις αμπρός σου;/ -Είν’ το τρίχινο σακούλι που το προσκυνούνε ούλοι./ -Παπαδιά μου στραβομούνα τι μου δίνεις να στο σιάξω;/ -Μπέτσια τρία και την ευκή μου να μου σιάξεις το μουνί μου». (Εδώ).
  2. Συμπεράσματα εκ της φωτογραφίας
  3. Είναι ένα νυσταλέο μπάζο
  4. ..και άσχημη στραβοδόντα, λέμε
  5. Από τις πολλές φωτοτυπίες παραμάσκαλα της έμειναν τα μελάνια αμανάτι.
  6. Το ξυρίζει
  7. Είναι στραβομούνα, τουλάχιστον 5 πόντους όρτσα
  8. Μπήγει βαθιά τον αντίχειρα στην κοιλιά έτσι για πλάκα (Τρολ-ακτικό).
  9. Όχι, σαν την Τέτα που μου τον έγλειφε (όπως μου τον έγλειφε τέλος πάντων η στραβομούνα) και μετά από ένα λεπτό (το πολύ) κουραζόταν λέει!
  10. Η άλλη η ξινίλω του λέει, μα θα το κάνεις?? Αύριο θα πάω να το πάρω το διαβατήριο, και αφού το έχω στα χέρια μου θα μιλήσω στο μέσο να μιλήσει στο διοικητή να τη βγάλουν τη κάργια από πόστο που συναναστρέφεται με ανθρώπους γιατί προφανώς όταν γεννήθηκε την πετάξανε σε στάβλο μαζί με άλλα ζώα και δε ξέρει πως να φερθεί, η στραβομούνα. Α το άλλο ξέχασα. Βλέπει η ξανθαγάμητη την αναβολή του Στρατού και με ύφος με ρωτάει αααααα γιατίιιιιι? Γιατί έτσι της λέω! Με σκουντάει η μάνα μου, σπουδάζει καλέ το παιδί, λέει. Α μάααααλιστα, φοιτητής, λέει πάλι με ύφος αυτή. Τη γαμάς από εκεί που δεν κάνει τώρα ή όχι! Μα με συγχωρείτε πολύ, εγώ δε βρίζω (χαχαχα) αλλά δε γίνεται θέλω να τη δείρω με την κακιά έννοια. Εν τω μεταξύ αυτά που λέω θεωρούνται εξύβριση κατά της Αρχής? Χαχαχαχα (Αμερικλάνος).

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που κάνει σεξ σαν να παίζει σε ταινία πορνό.

  1. Η τσοντομούνα μου έκανε τουέρκινγκ απίστευτο. (Μπου).
  2. Ψηλή τσοντομούνα για γκάζια. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.

- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που έχει σπάνιες σεξουαλικές επαφές λόγω υπερβολικής εκλεκτικότητας, πουριτανισμού ή υπέρμετρης εγωπάθειας.

- Ρε μαλάκα, τα' χουμε εδώ και τρεις μήνες και όταν πήγα να την χουφτώσω προχθές έκανε σαν υστερική!
- Δώστης ένα σουτ της τυρομούνας ρε μαλάκα, που κάθεσαι και χάνεις χρόνο με τις τελειωμένες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δεν πλένει συχνά ή σχολαστικά τα γεννητικά της όργανα από ντροπή (πχ. παρθενία) ή έλλειψη σωματικής υγιεινής, με αποτέλεσμα συσσώρευση νεκρών κυττάρων, ξηραμένων ούρων (λευκοκίτρινη παχύρευστη ουσία πολλές φορές αναμεμειγμένη με βλέννα) και αποπνικτική δυσωδία.

  1. - Έμαθες τα νέα; Παντρεύτηκε ο Λάκης ο ψηλός.
    - Σώπα ρε! Αυτός δεν μπορούσε να σταυρώσει γκόμενα! Ποιά πήρε;
    - Την Μαρία την κόρη του βενζινά.
    - Ποιά ρε; Εκείνη την τυρομούνα που ξημεροβραδιαζόταν στις εκκλησίες;
    - Πω,πω θα τον κλάψουνε και οι ρέγγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.

Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία δε στροφάρει και πολύ, ειδικά στο σεξουαλικόν. Την κοζάρεις και νομίζει ότι της έφυγε η μάσκαρα, της την πέφτεις δια το πονηρόν και νομίζει ότι πας να της πουλήσεις τάπερ.

-Ρε Δημήτρη, ο Χρήστος μου είπε πριν αν θέλω να πάμε μαζί τουαλέτα. Τι να κάνουμε και οι δύο εκεί μέσα;
-Τι να θέλει να κάνετε ρε Γιώτα, να χέσετε; Πωωω είσαι εντελώς αγαθομούνα κορίτσι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified