Κάθομαι κάπου με σκοπό να χαλαρώσω, αράζω.
- Τι στρογγυλοκάθησες στον καναπέ πάλι; Σήκω, μας περιμένει δουλειά!
Κάθομαι κάπου με σκοπό να χαλαρώσω, αράζω.
- Τι στρογγυλοκάθησες στον καναπέ πάλι; Σήκω, μας περιμένει δουλειά!
Got a better definition? Add it!