Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.

μαρλόκια που κοιτάζονται σαν μαρλόκια

Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:

«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ομπρέλα, που αναφέρεται στην ιδιότητα του ατόμου να αποφεύγει να κάνει κάτι.
Χρησιμοποιείται επίσης η εξής παραλλαγή της:
Αυτός / αυτή είναι μαλωμένος /-η με...

Διάφορα παραδείγματα με τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να έχει μαλώσει (και η σημειολογία τους):

την αλήθεια - αθεράπευτος ψεύτης
το σαπούνι, το rexona, το νερό - αθεράπευτα βρωμερός το άλλο φύλο - αθεράπευτα μπακούρι
τους περιπτεράδες - φοβερός τρακαδόρος τα δίχτυα - φοβερός χασογκόλης
το καλάθι - δεν σταυρώνει καλάθι
τον Θεό - συνειδητά άθρησκος
την κιλότα της - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
το σουτιέν της- δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
τα τζιν - συνεχώς κουστουμαρισμένος
τη μουσική - κακοφωνίξ
το ρολόι του - αιώνια καθυστερημένος
την τεχνολογία - αυτοί που έχουν ακόμα πικάπ, και βίντεο κ.λπ.
τους στύλους της ΔΕΗ - ατζαμής
τα φλας - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο λεβιεδάκι
τα φρένα – [καβλόγκαζος]
τον εαυτό του - μονόχνωτος τον εαυτό της - ξινή τον γάμο - γεροντοκόρη
το χιούμορ – μουρτζούφλης
την πραγματικότητα - αρχές σχιζοφρένειας
το σπίτι του - ξενύχτης
τον καθρέφτη - αχτένιστος
τον οδοντογιατρό του - φαφούτης
τις διπλές - γκαντέμης στο τάβλι
τους μπαλαντέρ - γκαντέμης σε κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα
την ορθογραφία – ανωρθώγραφως [sic]
τα τασάκια - πετάει τις στάχτες ολούθε
τη δουλειά - τεμπέλης (λέμε και το βρήκε τρίχα στη δουλειά)
το ξυραφάκι - μονίμως αξύριστος/η
το σύμπαν - του φταίνε όλα (ειδικά αυτός δεν πιάνεται από πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified