Το Παλαμήδι είναι φρούριο στο Ναύπλιο το οποίο κατασκευάστηκε το 1687 από τους Βένετους, ύστερα από την κατάληψη του λόφου (216 μ.) στον οποίο βρίσκεται, μετά από σφοδρή μάχη με τους Τούρκους κατά τον Βενετοτουρκικό Πόλεμο. Η ανάβαση στο Παλαμήδι γίνεται είτε μέσω αμαξιτής οδού είτε μέσω μιας σκάλας με 999 σκαλοπάτια.

Εδώ ως παλαμήδι, δεν αναφέρουμε το συγκεκριμένο κάστρο αλλά το παλαβό μήδι (με απαλοιφή του «βο» κατά τη συνένωση των λέξεων παλαβό και μήδι), το τρελό μήδι, το ιδιαιτέρας επιλογής μήδι που προσδιορίζει την έμπνευση του Αρχιμήδη που το επέλεξε και αντανακλά το χιούμορ του. Μπορεί να είναι φωτογραφία, ήχος, ή video.

Μπορεί ένα παλαμήδι να σχετίζεται:

1) άμεσα με την ονομασία του λήμματος αλλά να μην έχει καμιά σχέση με τη slang σημασία του λήμματος (βλ. παράδειγμα 1) 2) άμεσα με την ονομασία και τη σημασία του λήμματος, αλλά να είναι δοσμένο με υπερβολή ώστε να βγάζει γέλιο. (βλ.παράδειγμα 2), κλπ.

Το σίγουρο είναι πως ένα τέτοιο μήδι δεν περνά ποτέ απαρατήρητο. Πολλές φορές αποτελεί το βιάγκρα προβολής ενός λήμματος, αφού αποτελεί κίνητρο κατά την ανάγνωση ενός λήμματος. Συμβάλλει έτσι στον έξοχο τρόπο προβολής του λήματος.

Το μήδι αυτό δεν μπαγιατεύει ποτέ και διατηρεί μόνιμα τη φρεσκάδα του.

Το παλαβό μήδι συμβάλλει στην ανάδειξη στοιχείων της προσωπικότητας του Αρχιμήδη εμπνευστή του και έτσι βοηθά στην επαύξηση της επικοινωνίας του με τους άλλους χρήστες.

Το παλαβό μήδι προκαλεί την έκπληξη και την εντύπωση και πολύ συχνά τη λολ και την καραλόλ κατάσταση.

Όπως το κλασσικό Παλαμήδι έτσι και το slang, βρίσκονται σε περίοπτη θέση, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση των περαστικών.

  1. Πω ρε, τι παλαμήδι έβαλε ο yahbiten! εδώ;

  2. Ε ρε, τι παλαμήδια ανέβασαν ο Χαλικιού κι ο Βράστα... εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κολλητή φίλη της (/του (ουδ.)) Λίλιαν.

Είναι πραγματικά αχώριστες, πάνε πάντα πακέτο!
Είναι και οι δύο θήλεα νέας κοπής, αλλά η διαφορά τους είναι η εξής: Ενώ η/το Λίλιαν είναι το υπερβατικό θεόμουνο, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία τριφασικό μουνί, η Καυλάουρα δεν έχει αντίστοιχες φυσικές προϋποθέσεις για να οδηγηθεί στην επίτευξη ανάλογων προσόντων. Κι έτσι μένει στον β' γυναικείο ρόλο, για τον οποίο, όμως, της αξίζει Όσκαρ!

Είναι καυλιάρα, γιατί η κοπέλα δείχνει ότι το παλεύει πραγματικά πολύ. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, σιλικόνες, τσιμπουκόχειλα, εξτένσιον, ψεύτικα νύχια κ.ο.κ. Κι έτσι τελικά δεν σε καυλώνει με την ίδια την ομορφιά της, όσο με την προσπάθεια που καταβάλλει για να σε καυλώσει.

Και το πιο συγκινητικό απ' όλα είναι ασφαλώς το ονοματάκι της! Ετυμολογείται από το Ευαγγελία, που έγινε Βαγγελίτσα, από εκεί Λίτσα, και το Λίτσα θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι προκύπτει απ' το Λάουρα. Καθώς όλη αυτή η αγωνία και επιμονή έχει κάτι το καυλωτικό, τελικά χαρατηρίζεται ως Καυλάουρα.

-Τι μου λες ρε φίλε; Θα ξεμοναχιάσεις εσύ την Λίλιαν, και θα μ' αφήσεις εμένα με την Λάουρα; Δεν παίζω!
-Γιατί σε χαλάει; Μια χαρά Καυλάουρα είναι! Άμα θες άσ' τις μου εμένα και τις δύο!...

Η Καυλάουρα δεν είναι εδώ... (από HODJAS, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified