Further tags

Ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται όταν όλοι βγάζουν τα κινητά τους κι αρχίζουν να συναγωνίζονται ποιανού είναι πιο μικρό, ποιο παίζει όχι μόνο τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική αλλά και ολόκληρη τη δεύτερη πράξη από το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν και ποιο βγάζει φωτογραφίες έτοιμες για καδράρισμα...

Έξι μαντράχαλοι να πίνουμε καφέ... και τους πιάνει ένας συγκινητισμός!.. Σηκώθηκα κι έφυγα σε πέντε λεπτά λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξυπνάω κάποιον που κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, στον καναπέ, στην πολυθρόνα, για να του πω ότι είναι ώρα να πάει για ύπνο.

- Τον είχε πάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Τον ξυπνοκοίμησα κι εγώ γιατί είχε αρχίσει να ροχαλίζει κιόλας...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βιάζεσαι αλλά έχεις μπλέξει με κάποιον, ο οποίος σε έχει τρελάνει στην πάρλα και προσπαθείς να τον διακόψεις, ψάχνοντας μάταια να προλάβεις τα απειροελάχιστα κενά ανάμεσα στη λογοδιάρροιά του, ώστε να πεις: «Ώρα να φεύγω τώρα».

Μ'έχει πιάσει μια ωραναφευγία, κι αυτή εκεί! Να μη σταματάει και να μου λέει πώς την κεράτωσε ο Νίκος...

Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψιλοπανικός που πιάνει πολλούς κατόχους κινητών τηλεφώνων όταν ακούνε κάποιο κινητό να κουδουνίζει και ψάχνονται να δουν αν είναι το δικό τους.

Και ακούω μες το σινεμά τον ήχο του κινητού μου και με πιάνει κινηπανικός. Ευτυχώς δεν ήταν το δικό μου.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να αναστενάζεις και να ξεφυσάς επιδεικτικά ώστε να προσέξει κάποιος τη δυσφορία σου και να σε ρωτήσει τι έχεις.

Αμάν ρε Πέτρο! Άρχισες πάλι την αχβαχία! Άντε πες, ποια σε παράτησε πάλι;..

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει «κάτι που έχεις ξεχάσει να κάνεις αφού πέσεις στο κρεβάτι» και που σημαίνει ότι πρέπει να ξανασηκωθείς, π.χ. να κλείσεις το φως στην κουζίνα.

Ξεξάπλωσε ο Σταύρος και πήγε να κλείσει το παράθυρο καθότι χειμώνιασε κι έβαλε ψόφο.

Got a better definition? Add it!

Published

Φυλάω κάτι που ήταν σε πρόχειρο σημείο σε κάποιο πιο ασφαλές μέρος για να μην το χάσω και μετά ξεχνάω πού το έχω φυλάξει, οπότε εύχομαι να το είχα αφήσει μες στα πόδια μου.

- Δημήτρη, είδες που έβαλα το διαβατήριό μου; –Δεν είναι πάνω στην τηλεόραση;
–Ήταν αλλά το χανασφάλισα.
Ας πρόσεχες.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετατοπίζομαι λίγα εκατοστά τη φορά μαζί με την ψάθα, την πετσέτα, το καπέλο και άλλα συμπράγκαλα, ακολουθώντας τη σκιά της ομπρέλας καθώς εκείνη μετακινείται.

Η Ελίζα έκλεισε το βιβλίο της και σκιανήθηκε μισό μέτρο, παρακαλώντας τη φίλη της να σκιανηθεί και αυτή για να της κάνει χώρο.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαντικό τμήμα της εκκλησίας, το οποίο ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το τι κάνει ο κόσμος με το πουλί του (και με τα πουλιά των άλλων) και με την υπό όρους παροχή βοήθειας και τη μανιακή πεποίθηση ότι μόνο οι βοθρόδοξοι κατέχουν τα κλειδιά για την πόρτα ασφαλείας του παραδείσου, αφού ο Θεός τούς έχει δώσει αποκλειστικό πληρεξούσιο. Κατά κύριο λόγο απειλούν τους μη πιστούς, δηλαδή τους μη αρκούντως διαπιστευμένους φανατικούς βοθροδόξους, ότι θα πάνε στην κόλαση, ενίοτε δε δίνοντάς τους και μια γεύση του Σατανά με τη δική τους συμπεριφορά. Δυστυχώς, αγνοούν ότι η απειλή της κόλασης είναι άνευ νοήματος για όσους έχουν ζήσει μποτιλιάρισμα στη Σόλωνος όταν κλείνει το Σύνταγμα.

Δεν χρειάζεται παράδειγμα καθότι ήτο σαφές, νομίζω.

Lost Bodies - Παιδικός οδηγός εξομολογήσεως, η βοθροδοξία σε όλο της το μεγαλείο... (από Cunning Linguist, 20/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάμικτο συναίσθημα απόλαυσης και ενοχών, όταν τρως κάτι πολύ νόστιμο αλλά παχυντικό ή όταν κοιμάσαι με την ερωμένη σου και θυμηθείς τη σύζυγό σου.

-Είναι η Μπουμπού που λες ηφαίστειο! Και με πιάνει εκείνη την ώρα μια ενόλαυση και θυμάμαι τη Σούλα...

Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified