Οι «μύθοι» και ανακριβείς ιστορίες που κυκλοφορούν μεταξυ των φαντάρων.
- Τα έμαθες; Θα γίνει μείωση της θητείας φέτος.
  - Έλα ρε αυτά είναι Ράδιο Αρβύλα, μην τα ακούς!
Οι «μύθοι» και ανακριβείς ιστορίες που κυκλοφορούν μεταξυ των φαντάρων.
- Τα έμαθες; Θα γίνει μείωση της θητείας φέτος.
  - Έλα ρε αυτά είναι Ράδιο Αρβύλα, μην τα ακούς!
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Συντομογραφία και ανασύνταξη του την κάνω, δηλαδή φεύγω, αποχωρώ.
Την-κά-νω -> Τη-γκα-νά
- Πότε θα τελειώσετε με τα ποτά; Πήγε 6 η ώρα άντε, εγώ τηγκανά παιδιά να ξέρετε.
βλ. και τιγκανά
Got a better definition? Add it!
Στο στρατό μια δύσκολη περίοδος όταν οι άδειες είναι ανύπαρκτες, οι υπηρεσίες πολλές, οι έξοδοι μετρημένες, και παράλληλα η μονάδα είναι σε επιφυλακή, έχει έρθει επίσκεψη κάποιος υψηλόβαθμος και γενικά όλοι τρέχουν πανικόβλητοι.
- Θα πάρεις άδεια αυτόν το μήνα; - Τι άδεια να πάρω, πήραν μετάθεση οι παλιοί, ακόμα δεν έχουν έρθει νέοι, και μεθαύριο έχουμε επιθεώρηση απο τον ταξίαρχο. 'Αστα να πάνε, πίπα-κώλο εμπλοκή...
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Στον στρατό σημαίνει στην εντέλεια.
- Κοίτα κρεβάτι που έστρωσα! Ουτε μία ζάρα. Τζετέ το έκανα για την επιθεώρηση.
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Από το κωλύομαι (δυσκολεύομαι), χρησιμοποιείται στον στρατό για να δείξει ότι κάποιος κάνει πολλές υπηρεσίες και γενικά δυσκολεύεται πολύ.
Καλά χτες τα είδα όλα κωλυόμενα! Από τα μαγειρεία στη σκοπιά και το βράδυ περίπολος!
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Άμεσα, απότομα, χωρίς πολλή σκέψη.
Χτές ο Γιάννης πήγε και την έπεσε στη ψύχρα στη barwoman.
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Χρησιμοποιείται για να τονίσουμε ότι περνάμε δύσκολες / έντονες στιγμές.
Θα δεις τον Χριστό φαντάρο εκεί που πας!
Got a better definition? Add it!
Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.
Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...
Got a better definition? Add it!
Εκπλήσσομαι, μένω μαλάκας, μένω κάγκελο.
- Μαλάκα είδες τι πίπινους κυκλοφορεί ο Νίκος;
  - Ναι ρε, τα είδα προχθές και έμεινα παγωτό! Τρομερά!
Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος έκανε κάτι και τώρα βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση.
- Φίλε τράβηξες βαλέ από 17. Η Μαρία το έμαθε ότι βγήκες με την πρώην!!!
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified