Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»
Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).
Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας  το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.
Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.
- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
  όχημα.
  - Αμέ. Πώς έγινε;
  - Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
  - Λέω, πώς κόλλησες;
  - Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
  - Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).
