Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισχνή δραστηριότητα που συνήθως παρατηρείται μετά από καταστάσεις έντονης κούρασης. Άμεσα συνδεδεμένο με σουβλάκια, dvd, σχολιασμό για γκόμενες κτλ... Η παρατεταμένη διάρκεια οδηγεί σε αποχαύνωση, εγκεφαλική υπολειτουργία και ασχολίες όπως να παίζεις με μπαλόνια και να προσπαθείς να πετάς χαρτάκια μέσα στη στοματική κοιλότητα ανθρώπινου στόχου.

Λέγεται και πούτσισμα.

- Λετε να μαζευτούμε τη Δευτέρα στο Φάληρο για ψώλινγκ;
- Στάνταρντ... Θα σου δείξω και τι πρέπει να κάνω και στην άλλη στον καναπέ για να μάθει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified