Ο φοβητσιάρης.
Μα καλά τι χέστης είσαι εσύ; Φοβάσαι να πας στην αποθήκη να σκοτώσεις μια κατσαρίδα;
Ο φοβητσιάρης.
Μα καλά τι χέστης είσαι εσύ; Φοβάσαι να πας στην αποθήκη να σκοτώσεις μια κατσαρίδα;
Βλ. και κλάνας, κατουρλής, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος, τσίσιας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.
-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.
Βλ. και κλάνας, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Ο δειλός άνθρωπος.
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!