Λόγω των καλωδίων (τηλεφωνικών), ο στρατιώτης που είναι διαβιβαστής.
- Ρε κουβαρίστρα, άσε με να πάρω ένα τηλέφωνο απο το Κ.ΕΠΙΚ..
Λόγω των καλωδίων (τηλεφωνικών), ο στρατιώτης που είναι διαβιβαστής.
- Ρε κουβαρίστρα, άσε με να πάρω ένα τηλέφωνο απο το Κ.ΕΠΙΚ..
Βλ. και κεπικάριος, Κ.ΕΠΙΚ..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατιώτης (με ειδικότητα διαβιβαστή) που λειτουργεί το Κέντρο Επικοινωνίας του στρατοπέδου.
-Τι ειδικότητα έχεις πάρει; -Καλή ειδικότητα, είμαι κεπικάριος.
Βλ. και Κ.ΕΠΙΚ., κουβαρίστρας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατιώτης που έχει φάει πολλές μέρες φυλακή και θα αργήσει να απολυθεί.
- Καλά ο Κωσταντίνου θα απολυθεί 2 μήνες πιο αργά. - Ρε τον ισοβίτη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μεταλλικό κράνος του στρατιώτη.
Μη βγάλεις τον τενεκέ απόψε στη σκοπιά γιατί θα βγέι έφοδο ο επιλοχίας Νίκου και ρίχνει γερές καμπάνες αυτός.
Got a better definition? Add it!
Published
Συνώνυμα: ποντίκι, νιάτο, Νεοκλής, νέοπας, νέοψ, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υποδιοικητής κατα τη στρατιωτική αργκό.
Σήμερα θα λείπει ο υπόδικας οπότε θα λουφάρουμε λίγο!
Got a better definition? Add it!
Published
Στο στρατό, ο Επαγγελματίας Οπλίτης.
Υποτιμητικά: Επειδή Πέινασα Ορκίστηκα Πάλι.
- Γέμισε ΕΠΟΠ το στρατόπεδο!
- Αστα να πάνε! Επειδή Πέινασαν Ορκίστηκαν Πάλι!
Βλ. και χεπχοπάς, ΕΠΟΠ ταξίαρχος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο στρατό ο Εθελοντής Πενταετούς Υποχρεώσεως.
Υποτιμητικά: Επειδή Πεινάω Υπηρετώ.
-Κι άλλος Ε.Π.Υ. στο λόχο; -Τι να κάνουν και αυτοί... Επειδή Πεινάνε Υπηρετούν!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο γραφέας του 1ου γραφείου στο στρατό, απ' του οποίου τα χέρια περνάνε οι άδειες, οι υπηρεσίες κ.λπ.
- Πού θα μάθω πόσες μέρες άδειας έχω ακόμα;
- Ρώτα τον μασόνο τον Πέτρου, αυτός τα ξέρει όλα!
Δες ακόμη: εβραιομασόνος, μασονία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο στρατό: ο Τυφεκιο-φόρος.
Υποτιμητικά: Τρέξε Φουκαρά.
-Πού υπηρετείς;
-Τυφεκιοφόρος στη Σάμο.
-Τρέξε Φουκαρά..
Got a better definition? Add it!
Published