Χωροφύλακας. Ληστρική σλανγκιά της δεκαετίας του 1920 (νταξ, συν πλην), αγνώστου στον γράφοντα ετύμου. Λόγω όμως που ο τελευταίος αρέσκεται στη μαθηματική σκέψη, προτιμά να το σκέφτεται κάπως έτσι, αφού 5Χ5=25.

Πέραν των μαλακιών όμως, όποιος ξέρει τίποτις ετυμολογικώς σοβαρόν ας καταθέσει τον οβολόν του στα σχόλια εδώ από κάτου.

Οι ληστές κατεξευτέλιζαν τους νόμους, τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, δηλαδή τους χωροφύλακες, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτος. Γι αυτό και οι "εικοσιπενταράδες", ή "σακαράκες" ή "καραβανάδες" ή "σταυρωτήδες" ή "σπαθάδες" όπως αποκαλούσαν τους χωροφύλακες [...] βασάνιζαν για ψύλλου πήδημα τους χωρικούς και τους κτηνοτρόφους [...]

Οι χωροφύλακες δεν σταμάτησαν να πυροβολούν μέχρι που οι σφαίρες τους τελείωσαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα οι ληστές να διαφύγουν [...] Ύστερα από λίγο [...] οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος άκουσαν κάποιον να τους φωνάζει: "Μπορεί, ωρέ εικοσιπενταράδες, να πάρετε τις κάπες και τα τσαρούχια μας αλλά τα κεφάλια μας δεν θα τα πάρετε ποτέ!"

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο 2015.

Got a better definition? Add it!

Published

Το όνομα Μποχώρης είναι παραφθορά του εβραϊκού ονόματος Bohor. Στην Εβραϊκή γλώσσα bohor σημαίνει ο πρωτότοκος, κατά παλαιότερη συνήθεια ονομάζετο και το κάθε νεογέννητο τέκνο μέχρι να περιτμηθεί. Με αφορμή το επεισόδιο της Βίβλου, όταν ο Ιακώβ απέσπασε τα πρωτοτόκια από τον μεγαλύτερο αδερφό του Ησαύ «αντί πινακίου φακής», ο πρωτότοκος επικράτησε να σημαίνει μεταφορικά και τον ηλίθιο, το βλάκα.

Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί και στο ομώνυμο παραδοσιακό σμυρναίικο τραγούδι του τέλους του 19ου αιώνα. Οι στίχοι αφορούν, κατά πάσα πιθανότητα, πραγματική ιστορία για την οποία βρήκα δύο εκδοχές, και συγκεκριμένα:

  • Ενός Εβραίου, προαγωγού, που καταδιωκόμενος κρύφθηκε σε πλοίο όπου και συνελήφθη στο λιμάνι της Καβάλας.
  • Περιστατικό με θύμα εύπιστο Εβραίο που συνέβη προς τα τέλη του 19ου αιώνα στο βαπόρι που έκανε το δρομολόγιο Σμύρνη - Μπουρνόβα.

Λόγω της μεταφορικής σημασίας της λέξης και τής προέλευσης του τραγουδιού από τα μικρασιατικά παράλια, τείνω προς την δεύτερη εκδοχή.

Σήμερα χρησιμοποιείται ως σκωπτικό παρωνύμιο της λιμανίσιας πιάτσας.

Ο Μποχώρης


Στίχοι: Παραδοσιακό, Μουσική: Παραδοσιακό, Εκτελέσεις: Γιώργος Κατσαρός || Ελευθέριος Μενεμενλής || Αντώνης Διαμαντίδης, Νταλγκάς || Γιώργος Βιδάλης || Μαρίκα Παπαγκίκα || Γλυκερία

Άιντε του καημένου του Μποχώρη
του τη σκάσαν στο βαπόρι
άιντε του τη σκάσαν στο βαπόρι
και του πήραν πεντακόσια
όλο λίρες κι όλο γρόσια

Άιντε τον καημένο το Μποχώρη
τον τυλίξανε στην πλώρη
άιντε τον τυλίξανε στην πλώρη
και του πήραν στο ζάρι
άιντε το καινούργιο του ζουνάρι

Άιντε τον Μποχώρη τον εμπλέξαν
στα στενά και του τις βρέξαν
άιντε στα στενά και του τις βρέξαν
και του κάναν τον γκιουλέκα
άιντε και του πήραν κι άλλα δέκα

Άιντε το 'να μήλο τ' άλλο ρόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
και του πήραν τα ψιλά του
άιντε και τον στείλαν στη δουλειά του

Εκτέλεση Μενεμενλή (από Khan, 28/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified