Από το «εντάξει να πούμε».

(ε)ντάξ(ει) + να + (π)ούμ(ε) = νταξναούμ

Ανάλογα τα συμφραζόμενα, δηλώνει και δόση σταρχιδισμού (όσο περισσότερα «α», τόσο περισσότερα στ' αρχίδια μας), αγανάκτησης κ.ά.

  1. - Άντε Κωστάκη, πήγαινε συνέχισε το διάβασμά σου.
    - Νταααααξναούμ...

  2. - Δηλαδή τι άλλο πρέπει να σου πουν για να καταλάβεις;! Νταξναούμ, σου λέμε, σου ξαναλέμε, τίποτα εσύ!

(από xalikoutis, 06/06/10)

Βλ. και ναούμε, ναούμ', άμα λάχει (ναούμ')

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω εκδίκηση.

Μιχάλης: - Μου έβγαλε την πίστη ένα χρόνο ο Laurent, αλλά έτσι και τον πετύχω πουθενά θα πάρω το αίμα μου πίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το την κάνω / τηγκανά. Παραλλαγή είναι και ο Τηγκανιάδης.

- Λοιπόν πληρώνουμε και Τηγκανόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.

Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.

Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κεφάλι, γκλάβα.

  2. Τσάμπα, μπέχο.

  1. Ας το χωρέσει η κούτρα σου... δεν είναι για τα μούτρα σου (από παλιό λαϊκό τραγούδι).

  2. Όπου κούτρα... με τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αποδοκιμασίας ή προειδοποίησης, συνώνυμη με το στάκα, κάτσε καλά, σσσσ, κλπ.

- Θα πάω να του σπάσω το μαγαζί, του μαλάκα.
- Ίσα ρε που θα τα βάλεις με την προστασία, άσχετε! Θα τις φας χοντρά, στο λέω.

Δες και ίσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βόλτα, το σεργιάνι, η περιπλάνηση.

Από το ιταλικό sollazzo.

Πιο συχνά συναντούμε το ρήμα σουλατσάρω. Επίσης χρησιμοποιείται συχνά και η λέξη σουλάτσα αντί του σουλάτσο.

- Πού 'σαι ρε Βάγγο;
- Βολτίσα με κάτι φιλαράκια και το βράδυ για ποτάκι!
- Α ρε αλάνι, όλο στη σουλάτσα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι οι χολυγουντιανές υπερπαραγωγές, με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς, φοβερά εφέ, υπέρογκο κόστος παραγωγής και κοινή υπόθεση. Ο κακός που στην αρχή κερδίζει και θα κάνει κακό στις USA, ο ήρωας που περνάει δυσκολίες και δοκιμασίες, και το γνώριμο φινάλε όπου η τάξη αποκαθίσταται μέσα απο εκρήξεις και πυροβολισμούς, οι κακοί χάνουν (ή σκοτώνονται) και ο κόσμος παραμένει ένα ασφαλές μέρος.

-Πήγαμε χτες με τον Στάυρο στο σινεμά και είδαμε μια περιπέτεια. -Καλή υπόθεση; -Τι υπόθεση μωρέ, αμερικανιά ήταν, ό,τι πρέπει για να περάσουν ευχάριστα 2 ώρες.

Δες και αμερικλανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τη λέξη χαμάλης, που ήταν αυτός που έκανε τις βαριές εργασίες, κουβάλαγε βαριά φορτία στη πλάτη του και ήταν γενικά αγράμματος. Στη σημερινή εποχή περιγράφει τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες, που γίνονται από άτομα όχι απαραίτητα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου μόνο, αλλά και λόγω ανάγκης για εργασία.

-Τελικά ο Δημήτρης τι έκανε στη ζωή του; Θυμάμαι σπούδασε οικονομικά, βρήκε κάτι στον τομέα του;
-Τι να βρήκε, στην Ελλάδα ζούμε... Αποθηκάριος είναι σε μια βιομηχανία, χαμαλοδουλειές κάνει για να τα βγάζει πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published