Συνεχίζοντας το μνημειώδες μεαυτόν έργο, ήτοι την Κρητικήν διάλεκτο, θα ήθελον αναφέρω τη λέξη κονσολιέρης ως την απόδοσιν του αναβάτη δίσκων ή καλλίτερα: disc jockey. Ο κονσολιέρης, ήτοι ο χειριστής κονσόλας, διακρίνεται από:

  • Εξαιρετικά τριχωτό και ακάλυπτο στέρνο,
  • Χρυσή καδένα συν σταυρουδάκι σύν Άγιο-Κωνσταντινάτο συν διπλό πέλεκυ συν...
  • Υποκάμισον μεγαλύτερου μεγέθους, με φουσκωμένες τσέπες λόγω πακέτων με σιγαρέτα, χρώματος μελανού και ενίοτε φέρον επάργυρες λεπτομέρειες εις την πλάτην,
  • Μύσταξ παχύ και ακάθαρτο από κτίσεως κόσμου, χρησιμεύον και ως τόπο κατοικίας ζωυφίων.

    Αι δε αλλαγαί εις το μουσικόν πρόγραμμα... θανατηφόραι! Άντζελα Δημητρίου ύστερα από Ψαραντώνη!

Μανωλιός: - Μρε συ Καυλαγόρα, εκιονέ μρε το γκαινούριο το κονσολιέρη, πολύ χάζι τονε κάμω! Γαμεί! (Ω Καυλαγόρα! Ο νέος dj μου είναι ιδιαίτερως συμπαθής! Εύγε του!)

Καυλαγόρας: - Πράγματι, όταν το μυστάκιό του δεν μπλέκεται εις την σιντιέραν, οι αλλαγές είναι εξαιρετικές! Με κενά βέβαια μεταξύ των τραγουδιών ίνα βρει το επόμενο CD βρίζοντας, αλλά εξαιρετικές!«

Μανωλιός: -Ετσέ! Μρε μπάρμαν, κέρνα μρε το κονσολιέρη ένα από κιονέ το Διακόσιες Πίπες!

Κονσολιέρης ολίγον προχωρημένης ηλικίας... (από Γιώργος Ζάκκης, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified