Προσγειώνω κάποιον στην πεζή πραγματικότητα. Μπορεί ν’ αναφέρεται:

  • Σε ξενέρωτο άτομο που χαλάει το κέφι σε μια φτιαγμένη παρέα: κάποιος που δεν την πίνει σε παρέα χασικλήδων, ή κάποιος που ντε και καλά επιμένει να γκρινιάζει ή να κάνει σοβαρή συζήτηση σε παρέα που έχει έρθει στο τσακίρ κέφι με ποτό και γουστάρει χάχανα, τραγούδι και χορό. Ή σε ντι τζέι που κάνει αψυχολόγητο γύρισμα στο μουσικό πρόγραμμα και στέλνει όλο τον κόσμο να καθίσει.
  • Σε άτομο που μιλώντας τη γλώσσα της ψυχρής λογικής, χωρίς πολλή πολλή διπλωματία κι ευγένεια, λέει στον ανεβασμένο - ονειροπαρμένο - επηρμένο - ερωτευμένο - ενθουσιασμένο - καυλωμένο συνομιλητή του τα πράγματα όπως έχουν, με αποτέλεσμα να του κόψει τη φόρα.

- Πάνω που είχαμε αρχίσει να ψιλοφτιαχνόμαστε άρχισε η Αλέκα τα κομμουνιστικά της και μας ξενέρωσε χοντρά. Μια ώρα μας τα'πρηζε και δεν μπορούσαμε και να σηκωθούμε να φύγουμε.

- Τον ξενέρωσα το Μάκη. Μαλάκα του λέω τα καγιέν και τα φουσκωτά σε μάραναν. Με δανεικά λεφτά κάνεις ζωή και μας το παίζεις και επιχειρηματίας; Πρόσεξε μην καταλήξεις πίσω από τα σίδερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified