Αδελφό λήμμα του σο. Από το γαλλικό «non;» που έχει τη σημασία του αγγλικού «isn't it;» και που λέγεται στα ελληνικά «έτσι δεν είναι;» όπου είναι το μακρύτερο απ' όλα. Έτσι λοιπόν, χάριν συντομίας, καταφεύγουμε στο γαλλικό, αλλά με μια αγγλική χροιά (παραλείπουμε δηλαδή το τελευταίο -ν, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν προφέρεται απόλυτα στη γαλλική).

(παρένθεση: για τους ρωσσομαθείς, παραπέμπει στο αλλά (но,...) και στην περίπτωση αυτή το αφήνουμε αιωρούμενο, υπονοώντας το κόμμα, σα να επρόκειτο να συνεχίσουμε την πρότασή μας).

Τέλος, ουδεμία σχέση έχει με το ιαπωνικό θέατρο του Νο.

Έγινα κατανοητή νομίζω, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα τηλεπαιχνίδια από τους παρουσιαστές όταν θέλουν να ρωτήσουν αν ο παίχτης είναι σίγουρος για την απάντηση του και αν η τελική του απάντηση είναι η βλακεία που του ξέφυγε πριν.

Το λέμε ως αντίστοιχο του «Είσαι σίγουρος για την απάντηση σου;». Επίσης, το χρησιμοποιούμε όταν κάποιος λέει κάτι και θέλουμε να το αντικρούσουμε χωρίς να του πούμε κατάμουτρα ότι λέει μαλακίες ή όταν δεν είμαστε σίγουροι ποιος λέει τη μεγαλύτερη μαλακία –εμείς ή αυτός.

– Την 17η Οκτωβρίου είπαμε το ΟΧΙ στους Πέρσες.
– Κλειδώνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified