ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ
Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.
Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ
ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ
Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.
Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ
βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ
Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.
Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».
βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ
Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!
Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!
βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified