Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λογοπαίγνιο του αστειάτορα. Βγάζει πολύ γέλιο!

Εκ των λολ και λογοπαίγνιο.

- Vrastaman: sexting -> αποστολή γυμνημάτων

- spiros: Καλό! Γυμνημάτωση / Γυμνηματίωση μήπως; (Π.χ. «αυτοί οι δύο γυμνηματώνονται» – όπως λέμε «μηνυματώνονται».)

- Vrastaman: Πολύ καλό ακούγεται ;-) Επίσης η μορφή «γυμνηματάκιας» (κατά το μηνυματάκιας) αποτελεί και πρώτης τάξεως λογοπαίγνιο / λολοπαίγνιο!

(Από το φόρουμ translatum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified