Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.
- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
  - Όχι, γιατί;
  - Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
  - Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...
