Η γυναίκα που έχει μόνο ένα φρύδι. Όχι, δεν μιλάω για κάποιο είδος αναπηρίας, αλλά για ένα φρύδι που ξεκινάει από την αριστερή άκρη του αριστερού ματιού και φτάνει ως την δεξιά άκρη του δεξιού ματιού. Χωρίς διακοπή. Μεγαλύτερος εχθρός της το τσιμπιδάκι, του οποίου αγνοεί την εφεύρεση, όπως αγνοεί και την ανάδυση του κινήματος της τριχοφοβίας στην ύστερη νεωτερικότητα. Είδος προς εξαφάνισιν στο οικοσύστημα των θηλέων νέας κοπής, πλην θάλλει σε κυρα-περμαθούλες, θείτσες, νυθείτσες, θεούσες, Αφροξυλάνθες, χριστιανόφουστες και άλλες δυνάμεις της Δεξιάς και της Συντήρησης, ου μην, αλλά και της Αριστεράς και της Προόδου, καθώς και σε χήρες του Τρότσκυ.
Για όσους δεν το ξέρουν, η Frida Kahlo ήταν σημαντική Μεξικάνα ζωγράφος που απαθανάτισε τα διάσημα φρύδια της σε εκατοντάδες αυτοπροσωπογραφίες της. Ήταν γυναίκα του Diego Rivera και ερωμένη του Λέοντος Τρότσκυ, φαινόταν ότι τους έγραφε όλους στα φρύδια της με τον μποέμ τρόπο ζωής της, κι όμως έκρυβε μια σπάνια ευαισθησία. Η απεικόνισή της από την Salma Hayek στην ομώνυμη ταινία μπορεί να θεωρήθηκε από τους φανατικούς της ζωγράφου ως ιερόσυλη αμερικλανιά, πλην τους υπόλοιπους δεν μας χάλασε.
«Συνήθως, σε αυτήν την ζωή, οι επιλογές που σου δίνονται από έναν άντρα είναι εξίσου κακές, απλώς η μία από τις δύο είναι ολοφάνερα λάθος ενώ η άλλη έχει κάποιο κρυμμένο τίμημα. Είναι σαν τα ψιλά γράμματα στο συμβόλαιο της πιστωτικής σου που δεν υπάρχει περίπτωση να προσέξεις παρά μόνο όταν σε καλέσουν να πληρώσεις όσα χάλασες με ένα αρκετά μεγάλο επιτόκιο. [...] Γιατί όσο περισσότερο χρόνο κάθεσαι με κάποιον τόσο πιο ευάλωτη γίνεσαι και, παρά την έμφυτη βλακεία τους, οι άντρες τα μυρίζονται αυτά. Κι άπαξ και καταλάβουν ότι έπεσες σαν το ποντίκι μέσα στην φάκα που λέγεται συνήθεια θα κοιτάξουν με κάθε τρόπο να σε εκμεταλλευτούν. Γιατί όλα είναι θέμα συνήθειας. Όπως εκείνο το τσιμπιδάκι φρυδιών που είχες και που δεν το άλλαζες με τίποτα μέχρι που τελικά το έχασες κι αναγκάστηκες να πάρεις καινούργιο για να μην γίνεις Φρίντα Κάλο.
ΚΑΡΑΜΠΑΚΑΚΗ Στέλλα, Οι άντρες είναι σαν τα παπούτσια, εκδ. Πολύτροπον, 2009, σ. 87-88.