Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified