Όταν κάποιος, κάποια ή κάτι σου στέκεται εμπόδιο την ώρα που τα ρίχνεις σε μία κοπέλα με απώτερο σκοπό το σεξ. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «cock-block» και σημαίνει το εμπόδιο του πέους.

Είσαι στο club απέναντι σου στέκεται μια θεά. Έχεις ανοίξει συζήτηση μαζί της και όλη γύρο σου το έχουν πάρει χαμπάρι ότι γουστάρετε ο ένας τον άλλον. Μετά από πολύ ώρα συζήτησης είστε πλέον έτοιμοι και οι δύο να συνεχίσετε την βραδιά γεμάτο αμαρτία και πάθος. Δυστυχώς η φίλη της σας πλησιάζει και αναφέρει ότι πρέπει να την πάει σπίτι τώρα! Μόλις έπεσες θύμα κοκομπλόκου.

Ο κοκομπλόκος- Η κοκομπλόκο- Το κοκομπλόκο- Τα κοκομπλόκα και πάει λέγοντας.

(από Khan, 07/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτυχημένος στοιχηματισμός. Όταν τις παίζει στοίχημα (ΠΑΜΕ στοίχημα) και χάνει ότι λεφτά έχει βάλει. Είναι η πιο συνηθισμένη λέξη μεταξύ των πωρωμένων τζογαδόρων. Όλοι έχουμε πάει στον κουβά μπιπ το στανιό μου.

(το είχα πάθει πριν από κάτι μήνες)

Παίζω ένα κουπόνι για Σαββατοκύριακο. Τη Γκρόνιγκεν άσο, τη Σάλτσμπουργκ διπλό, τη Μπάρτσα διπλό μες στη Μπιλμπάο. Πιάνω και 3 ιταλικά. Και τι χάνω; Τι χάνω μπιπ τη γκαντεμιά μου; Τη Γκεντσλερμπιρλιγκί. Την είχα παίξει Χ την πουτάνα. Από τότε δεν ξαναπαίζω τούρκικα. Ο απόλυτος κουβάς.

Γιά φέρτε όλο το παραδάκι εδώ... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified