Το χρώμα άσπρο χρησιμοποιείται (όχι και τόσο συχνά) ως συνεκδοχή για το σπέρμα. Η σύνδεση δεν είναι ευθεία (οπότε κάποιος που κάθε φορά που ακούει τη λέξη "άσπρος" σκέφτεται χυσίματα κτλ είναι μάλλον πορνόμυαλος) αλλά είναι υπαρκτή.
Βλέπε πχ τα λήμματα ασπρίζω τοίχους, το άντε γαμήσου ν' ασπρίσεις, θα τα βλέπεις άσπρα, "- τι είναι άσπρο και κρατάει μαστίγιο; - η μαλακία που σε δέρνει", και ό,τι κατεβάσει ο νους του καθενός.
Σχετικό λήμμα το μπλε όπου χρώμα γίνεται μετωνυμία για μια αφηρημένη έννοια, μέσω άλλου μηχανισμού βέβαια. Η πράσινη δεν είναι ακριβώς ίδια περίπτωση, γιατί εκεί έχουμε ουσιαστικοποίηση από την πράσινη νότα, αλλά δεν είναι και μακρυά.
(σε διασταύρωση)
- Κόκκινο είναι το φανάρι μωρή μαλακομούνω, όλα άσπρα τα βλέπεις;
Σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη χρησιμοποιείται με τη στενότερη ή με την ευρύτερη σημασία της, δηλαδή το ένα αντί για τα πολλά, το μέρος αντί για το σύνολο ή αντίστροφα, η ύλη αντί για το αντικείμενο που έχει γίνει από αυτή και εκείνο που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται από αυτό, π.χ. «Kάθε κλαδί και κλέφτης», κάθε δέντρο.
(Από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής)