Η αριθμητική υπέροχη των ανδρών σε έναν τόπο, χώρο, μέρος.
-Πάμε για καφέ στο Α μαγαζί;
-Όχι ρε όλο ψωλαρεια μαζεύει
Η αριθμητική υπέροχη των ανδρών σε έναν τόπο, χώρο, μέρος.
-Πάμε για καφέ στο Α μαγαζί;
-Όχι ρε όλο ψωλαρεια μαζεύει
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.
Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».
- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...
Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!