Η αριθμητική υπέροχη των ανδρών σε έναν τόπο, χώρο, μέρος.
-Πάμε για καφέ στο Α μαγαζί;
-Όχι ρε όλο ψωλαρεια μαζεύει
Η αριθμητική υπέροχη των ανδρών σε έναν τόπο, χώρο, μέρος.
-Πάμε για καφέ στο Α μαγαζί;
-Όχι ρε όλο ψωλαρεια μαζεύει
Got a better definition? Add it!
Μου έρχεται η διάθεση και συμπεριφέρομαι ανόητα, και κάνω πράγματα που σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούσα ασόβαρα ή και ανάρμοστα. Κανονικά δεν είμαι έτσι, ξες, απλά κάτι παίχτηκε, κάποια περίεργη συναστρία ρε παιδί, και θέλω να κάνω καραγκιοζιλίκια ή να πετάω κρυάδες χωρίς να μπορώ να σταματήσω και χωρίς να δίνω λογαριασμό και σε κανέναν. Ξες... γιατι κανονικά, είμαι πολύ-πολύ σοβαρός άνθρωπος.
Συνώνυμα: με πιάνει η μαλακία, κουτουρντίζω, παρανοώ, συνήθως λέγεται για καταστάσεις γέλιου και χαβαλέ. Η σύνταξη θυμίζει τα με πιάνει βήχας / λόξιγκας / νευρικό γέλιο (όλα τους αθέλητα!), αλλά δέον να σημειωθεί ότι -παρά τη στάνταρ έκθλιψη στον προφορικό λόγο, με πιάν' η βλακεία- εδώ έχουμε οριστικό άρθρο: ή βλακεία, όχι οποιαδήποτε βλακεία -αν και συχνά λέγεται και με πιάνει μιά βλακεία για έμφαση, με το μια τονισμένο.
Μετά το "Hesame mucho" του μπαμπά μας, πέταξε ατάκα και η μαμά (εγώ δηλαδή): "Πώς λέγεται η πάνα που έχει πάνω χαρακτήρες του Sesame street? Hesame street!!!!" (Ναι, μας έχει πιάσει η βλακεία μας.)
από ιστολόι
χωρις να σκεφτεσαι, πως να καθησεις, τι θα πεις, πως θα το πεις, αν θα κλαψεις αν θα γελασεις, αν θα σε βλεπει τις ωρες που θα σε πιανει η βλακεια κ θα λες χαζομαρες ή οταν θα σερνεσαι στο πατωμα.
από το ζου τζι αρ
Τους έπιασε η βλακεία όταν μπήκα (ήδη άκουγα τα γέλια πριν χτυπήσω το κουδούνι) και άλλαζαν τα ονόματα εκείνη την στιγμή, ενώ ξεκίνησαν να λένε τα κανονικά τους.
από το μπουρδέλα κομ
- Τι ακραία μουσική ακούτε τώρα;
- Δε ξερω, ειμαι εδω με ενα φιλο και μας εχει πιασει η βλακεια και ακουμε Κατη ολη μερα
από φόρουμ
Έτυχε μια φορά στα σαράντα ενός συγγενικού προσώπου να ακούσω μια θεια μου να κλαίει και έπεσα κάτω από τα γέλια. Επίσης στο τέλος μιας πολύ κουραστικής ημέρας αν είμαι με κανένα συνάδελφο ή κανένα φίλο με πιάνει η μαλακία και αρχίζει το σπαστικό γέλιο με το παραμικρό και δεν τελειώνει με τίποτα, λες και έχω καπνίσει φούντα.
από φόρουμ
Συχνή η κρίση βλακείας στους έλληνες, θεμελιακό συστατικό του χιούμορ των οποίων φαίνεται να είναι ακριβώς η σάχλα, η εγνωσμένη κι εσκεμμένη ανοστιά ή και χοντράδα, και συχνά το ψυχαναγκαστικό λογοπαίγνιο επιπέδου αθλητικογραφίας / φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης / γυράδικων της Θεσσαλονίκης... Με άλλα λόγια, αυτά που απαρτίζουν τη λεγόμενη σεφερλίτιδα (εξού και άξιος ο Μάρκος). Όχι βέβαια ότι το ελληνικό χιούμορ δεν έχει και άλλα βασικά συστατικά -άλλη κουβέντα αυτό.
Got a better definition? Add it!
Αφού έχεις διεκτραγωδήσει τα μύρια όσα, κλείνεις την παρέμβασή σου με μια πινελιά χούμορ, θέλεις να ξορκίσεις το κακό γιατί.
Η Ραχήλ στο facebook μιλά για Βάρκιζα ΙΙ. Αυτά ζούμε. Έλεος κάπου... Έλεος ΕΔΩ
Η Ζαχαρέα απευθύνεται στο μουστάκι του Βαγγέλα ζητώντας του σοβαρότατα να κάνει σήκουελ επανάστα 1821. Αυτά ζούμε. #ERTdebate2015 ΕΔΩ
Αυτα ζούμε: "Προγραμματισμένα όλα από ΠΑΣΟΚ το'10: Να πετάξουν τ χώρα από την ΕΕ τον Ιούν15 αλλά δεν πέτυχε, η κυβέρ. ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τ απετρεψε! Π.Καμμένος #skai" ΕΔΩ
Σχεδιαζαν δραχμικό πραξικόπημα και βγαίνουν τώρα και μας κάνουν πλακίτσα με σποτάκια, ρε φιλε. Δεν τα ζούμε αυτά. ΕΔΩ
Got a better definition? Add it!
πνίγηκα, πνίχτηκα
Εννοείται, στο γέλιο. Δηλαδή αυτό που είπες ή έκανες είναι και γαμώ, γιαυτό και κλαίω από τρελιά ευαρέσκεια.
Ευρεία χρήση στα σόσιαλ μύδια
-"Έφαγα τρεις φανουρόπιτες κ βρήκα τα κιλά που είχα χάσει"
-Πνίχτηκα! Λόλ! ΕΔΩ
ελεος ρε συ πνίγηκα:
O ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΗ ΣΤΟ ΥΠΟΙΚ, ΕΝΩ ΚΑΝΕΙ ΧΑΙΤΖΑΚΙΝ ΤΑ ΑΦΜ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ο υπερθετικός βαθμός της κατάστασης «Βέγγος», δηλαδή τρέχω απίστευτα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
Προκύπτει από τα γνωστά σκετσάκια του αξέχαστου Άγγλου κωμικού (Benny Hill 1924 - 1992), σε πολλά από τα οποία ενώ ο ίδιος έτρεχε, το φιλμ παιζόταν σε μεγαλύτερη ταχύτητα, με το γνωστό μουσικό κομματάκι να τον συνοδεύει (Yakety Sax).
- Τι λέει; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για τον γάμο;
- Άσε φίλε, έχω γίνει Μπένυ Χιλλ. Δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω...
Got a better definition? Add it!
Λέγεται μετά από σεφερλίτιδα. Την έκφραση εισήγαγε ο ίδιος ο Σεφερλής, σε κρίση αυτοσαρκασμού για την κακή ποιότητα του χιούμορ του.
Το χαρακτηριστικό της φράσης είναι ότι το «ευθυμώ» φέρνει λίγο σε καθαρευουσιανισμό και παλαιότερες γενεές.
- Μεταξάς Citron, είπε τότε ο Βλάχος...
- Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι ρε Ντέρτι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.
Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».
- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...
Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!