Μηχανική κατασκευή που χρησιμοποιείται για ανύψωση φορτίων, συνήθως για φορτία που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Συναντάται σε παραλλαγές με συνδιασμό τρόχιλων όπως πολύσπαστο και κρικοπάλαγκο.

Στην ελληνική λέγεται σύσπαστο.

Άσε μάγκα μου σήμερα το πρωί είχα τον ασήκωτο, έφερε η μάνα μου το παλάγκο για να σηκωθώ από το κρεβάτι... ζημιά σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified