Psychedelic trance/uplifting μουσική της δεκαετίας του 90, και μεταγενέστερα, όπου ο ρυθμός έχει τον ασταμάτητο. Συναντάται πλέον σε λίγα κλαμπάκια ανά την επικράτεια καθώς έχει χάσει από την αίγλη της, κατά πολλούς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καγκουρογενιάς.

Τα μέρη που συναντούσε κανείς τέτοια μουσική, γνωστά και ως πριονάδικα, ήταν το Lobby, Battery και Amnizia. H δε μουσική παραμένει γνωστή και ως πριονίδι, ή πριονοκορδέλα.

Πολύ γαμάτο κομμάτι, σκέτο πριόνι!

Όντως, φοβερή πριονοκορδέλα. Αυτό το κομμάτι ήταν στο transistance 4. Άλλες εποχές!

Got a better definition? Add it!

Published

Το σημείο όπου το δέρμα που εστιάζει και προφυλάσσει τους γενετήσιους αδένες ενώνεται.

- Τί τουρκόφατσα είναι αυτή ρε; Αν δε τρώει η κόρη σου το φαΐ δείξε της τον Μήτρογλου.

- θα δείξουμε τη δική σου, μιγάς δεν είσαι;

- Φίλα μου την αρχιδοραφή ρε πισωκώλη που θα με πεις μιγά!

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ατημέλητος στρατιώτης.

Λοιπόν κοιτάξτε να καθαρίσετε τις αρβύλες σας, το λουκάνικο, και τα χιτώνια. Μην εμφανιστείτε μπουρδέλο στην αναφορά γιατί θα πέσουν καμπάνες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορική έκφραση που χρησιμοποιείται για καταστάσεις όπου κανείς βρίσκεται σε δύσκολη περίοδο της ζωής του κάτω από αντίξοες συνθήκες συνήθως υπερβολικού στρες, απόγνωσης, αϋπνίας, μετά από χωρισμό και μακροχρόνια ανεργία

- Πού είσαι ρε Μηνά;

- Άσε ρε φίλε, τρέχω με όλα, δεν την παλεύω καθόλου τώρα τελευταία. Ήρθαν όλα μαζεμένα γαμώ τα βάσανα..

- Σηκώνεις τζιπάκι φίλε μου, το ξέρω.

- Τζιπάρα σηκώνω, δε μπορείς να φανταστείς.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός ψηλής γυναίκας, συνήθως με βορειο-ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και επιπλέον κιλά, που τραβάει το βλέμμα λόγω της σωματοδομής της.

Σημ. τέτοιες γυναίκες τις περισσότερες φορές σχετίζονται με μεγάλο στήθος.

- Ρε συ, τί είναι αυτή ρε; Δε ξέρω αν πρέπει να ερωτευτώ ή να της ζητήσω να παλέψουμε!

- Ναι μάγκα μου, πρέπει να έχει δώσει πολύ χαρά η κρεβατογεμίστρα, όχι αστεία!

[λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση, συνήθως σε δημόσιο χώρο ή τηλεοπτική εκπομπή, που παραπέμπει σε τριτοκοσμικά κράτη της Ανατολίας (Aφγανιστάν, Πακιστάν, Τουρκμενιστάν...).

Είθισται οι καταστάσεις αυτές να συμπίπτουν με αφόρητη ζέστη, κοσμοσυρροή και πολύ μεγάλη συγκέντρωση οχημάτων σε οδικές αρτηρίες.

Περιστατικά συναντώνται σε δημόσιες υπηρεσίες, γήπεδα, απεργίες, διανομή δωρεάν εμπορευμάτων/τροφίμων καθώς επίσης και σε προεκλογικές περίοδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τί έγινε τελικά με τη Δέσποινα ρε ΄συ;
- Άσε ρε μάγκα, φάκα τα μουνιά αυτά. Mακρυά κι αγαπημένοι! Να τον δώσω και μετά να τρέχω στα μοναστήρια για να ξεμπλέξω;

Γυναίκα που πολύ δύσκολα την ξεφορτώνεται κανείς, ιδιαίτερα μετά από ολοκληρωμένη σχέση. Ενίοτε το φαινόμενο βασίζεται στους παρακάτω λόγους:

α. η γυναίκα είναι άσχημη - σου λέει "που θα ξαναβρώ
β. η γυναίκα είναι παρθένα - σου λέει "ποιός θα με ξαναγαπ/μήσει έτσι
γ. η γυναίκα έχει θέματα (ψυχολογικά, σεξουαλικά, οικονομικά...)
δ. η γυναίκα ψάχνει να αποκατασταθεί - σου λέει "περάσανε τα χρόνια, ή τώρα ή ποτέ"
δ. η γυναίκα προσπαθεί να βρεί προστασία γιατί την κυνηγάει ο πρώην της!
ε. η γυναίκα προσπαθεί να κάνει τρίτο πρόσωπο να ζηλέψει - σου λέει "θα πάω με τον χειρότερο για να του δείξω"
ζ. η γυναίκα ψάχνει για Ευρωπαϊκο διαβατήριο (το φαινόμενο συναντάται συνήθως απο γυναίκες του ανατολικού/βαλκανικού μπλοκ καθώς επίσης και Ρωσίδες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός υπήκοος, συνήθως χρησιμοποιείται με υποτιμητικό τρόπο.

Πεινάλας τηγανοκέφαλος έκλεψε αρνιά, τα έφαγε και πριν προλάβει να φτάσει στην Αλβανία για να τα χωνέψει, κατέληξε στο αυτόφωρο...

Πηγή: Εφημ. Στόχος, 30 Ιαν 2014

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρδομαι μετα προσοχής, συνήθως σε ακατάλληλο χώρο.

- Ευτυχώς που υπήρχαν τα μαξιλάρια στον καναπέ και κούμπωσα κάτι κλανιές που με καίγανε από την ώρα που ήρθαμε σου λέω.

- Αφού σου είπα ρε φίλε, τι το ήθελες το κεμπάπ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που οπλοφορεί, νόμιμα ή παράνομα.

- Φίλε με σταμάτησαν στην Ποσειδώνος δυο περιπολικά χθες το βράδυ και κατέβηκαν κάτω 4 σιδερωμένοι με τσαμπουκά λες και πιάσαν τον Ρωχάμη σου λέω.

- Τι λε ρε φίλε; Τελικά τι σου βρήκαν;

- Τρίχες μωρέ, έλεγχος ρουτίνας ήταν αλλά ήταν σουρεάλ η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified