Ο συνδυασμός του να μένεις στο αστικό κέντρο, αλλά να κάνεις και διακοπές, ίσως και με λίγες ολιγόχρονες αποδράσεις, λόγω είτε των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού, είτε φτωχοποίησης. Εκ του αγγλικού staycation < stay = μένω + vacation = διακοπές.

  1. Οι είκοσι καλύτερες παραλίες της Αθήνας για στεϊκέσιο.
  2. Φτύνουν τον φτωχοποιημένο πολίτη στα μούτρα, όταν του λένε ότι κάνει και καλά κουλ στεϊκέσιο, ενώ δεν του έχουν αφήσει λεφτά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.

Got a better definition? Add it!

Published