1. Όταν κάποιο καρφί μας δώσει στεγνά και βρούμε μπελάδες. Το χρησιμοποιούμε κατά κύριο ρόλο όταν κάποιος φωνάξει τους μπάτσους να σε δέσουν. (βλ. παράδειγμα 1).

  2. Η δεύτερη έννοια του λήμματος είναι η ευρύτατα γνωστή στους κάγκουρες και τους γκαζοφονιάδες πρόκειται για την καρφωτή ταχύτητα όπου οι επίδοξοι οδηγοί χωρίς συμπλέκτη, με γρήγορες κινήσεις κουμπώνουν την ταχύτητα με σκοπό να κερδίσουν πολύτιμα δευτερόλεπτα στη κόντρα. (βλ. παράδειγμα 2).

  1. -Τα 'μαθες τα νέα;
    -Ποιά νέα;
    -Δέσανε τον Μιχαλάκι απο καρφωτή!
    -Έλα ρε, αληθεια;
    -Ναι ρε!
    -Να σε ρωτήσω κάτι;
    -Για χώσε!
    -Ποιός ειναι ο Μιχαλάκης;

  2. -Χθές τι έγινε; Τα στήσατε;
    -Ναι και πάνω που του 'ριχνα 3 κολώνες σπάει το σασμάν απο καρφωτή.
    -Τσαγάκι εεε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified