Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.
Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.
Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.
Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αθλητική σλανγκιά για είδος αριστοτεχνικού σουτ ή πλασέ που περνάει πάνω από παίχτες και καταλήγει ακριβώς εκεί που θέλει ο μάστορας. Σλανγκίζεται κι ως σκαφτό, λόμπα, καντήλι και —στην υπέρτατα καγκουριάρικη μορφή του— λαμπρέτα.
Φυστικά παίζει και σε άλλα αθλήματα (μπάσκετ, μπιλιάρδο, κ.ά.)
Got a better definition? Add it!