Το ρήμα «κακαρώνω» χρησιμοποιείται στην αργκό με την έννοια «πεθαίνω ξαφνικά» (συν. άμεσο).

Είναι προελεύσεως αρχαιοελληνικής (αρχ. «κάρος» = αναισθησία, νάρκη, ρ. (κα)καρ-ώνω, πέφτω σε λήθαργο).

Συχνά χρησιμοποιείται με σκωπτική ή ειρωνική διάθεση, όταν αναφερόμαστε στον θάνατο κάποιου ή σε τεχνικό πρόβλημα συσκευής ή μηχανήματος.

  1. Τίτλος σχολίου blogger:

Τα κακάρωσε ο Χιθ Λέτζερ...

  1. Σχόλιο σε forum:

Δε δούλεψε η μέθοδος της μπαταρίας... Πάει τα κακάρωσε τελείως ο (αν-)εγκέφαλος... Άντε να δούμε ποιο νοσοκομείο (συνεργείο) εφημερεύει σήμερα Σάββατο μπας και μπορέσουν και το δουν.. Τι το ήθελα το VAG-COM ο έρμος...

  1. Άλλο ένα σχόλιο:

Αφού τα κακάρωσε ο μπάρμπας που μου τα 'σταζε, θα τα γυρέψω απ' τον πατέρα μου.

4.

Φίλε pan34 η Αμερική μας τελείωσε... και μαζί της και όλοι όσοι συνταχθήκαν(μ)ε με το κεφάλαιό της, φυσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό...
Όπως και η Σοβιετία επίσης τα κακάρωσε πριν μερικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified