"Να μάσω", αντί για την προστακτική "να μαζέψω".
"Μάστα", "μάστε" αντί "μάζευ' τα", "μαζέψτε", κλπ.

Ψες, μπονόρα-μπονόρα, πήα στο κάμπο να μάσω λάχανα, και σε δυο ώρες γέμισα δυό παληές ντεμέλες. εδώ

Είχα και μια γκόμενα παλιά που όταν ήθελε σεξ μου έλεγε "μάσε τα ρούχα και έλα στην κάμαρη" (εδώ)

Ναι ρε μπορεις να σκύψεις να μάσεις τα σκατα του σκυλου σου με στυλ μωρη βρωμιαρα....ουστ (εδώ)

Έχουμε και τη γιαγιά με το αλτσχάιμερ, άκουσε για πάγωμα ρευστότητας κι έχει μάσει 30 μπουκάλια νερό (εδώ)

Να τα μάσετε και να πάτε για ύπνο όλοι. Αφήστε εμένα να ξενυχτάω που θα μου
´ρθει ο λογαριασμός στο τέλος. #gelioi (εδώ)

Μάστε τα τιμόνια απ τους μπαρμπάδες

μάσε τα τσόλια..φεύγουμε. -για πού? -somewhere in California

Στο Antinews άρθρο κάπως θετικό για τον Καραμανλή: Οι ηρακλειδείς προσπαθούν να μάσουν τον τραχανά που άπλωσαν μαζί με τον αρχηγό τους (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «φύγε», «δίνε του», «σπάσε». Προέρχεται εκ του γαλλικού aller (προστακτική β' πληθ.: allez) που, με τη σειρά του, σημαίνει πηγαίνω -αν δεν έχω κάψει τη RAM μου. Έγινε ευρέως γνωστό από την Αννίτα Πάνια που το έλεγε όταν έδιωχνε τα ψώνια από το πλατό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκουμπίσου, στο πολύ μάγκικο.

Ξεκούμπα, πούστη, γιατί δε θα βγεις αλλιώς ζωντανός από δω μέσα, κατάλαβες;

Βλ. και ξεκουμπίδια, ξεκουμπιδιέν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φύγε από 'δω. Πάρε δρόμο, κοπάνα τη.

Τάκη, ξεπαρεού γιατί μας τά 'χεις πρήξει.

"Είναι ξεπαρεού ο Βαλεντίνος;" Ερωτήματα στο 1.00. (από Khan, 14/02/14)"Ξεπαρεού", που λένε κι οι Ζουλού. (από Khan, 10/07/14)

Βλ. και σπάω, αμολάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified