Μούρτσα = νωρίς το πρωί.
Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.
Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.
Μούρτσα = νωρίς το πρωί.
Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.
Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.
Got a better definition? Add it!
(κρητική διάλεκτος)
Χθες αργά το βράδυ.
Ωψάργας μες τον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ' αθρώπους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified