Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.
Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
  Σάκης: - Γιατί, τις θες;
  Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
  Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
  Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;
Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.